Πάλι το φευγιό.Αυτό το αόρατο στους άλλους πλάσμα.
Ήρθε.Πάλι.
Σα τη μαυρόγατα που τρίβεται στα πόδια και λυπάσαι να τη διώξεις.
Ένα γατάκι είναι λες και τι έγινε που είναι μαύρο. Κ’ όμως δεν είναι γατάκι.Είναι ένα τέρας.Δεν έχει μάτια.Μόνο χέρια και ένα μεγάλο στόμα.
Το δικό μου φευγιό,ξέρεις, τρίβεται στα σκέλια μου.Έρχεται εκεί,ακουμπά τα χέρια του στο εφηβαίο μου σαν σε στάση ικεσίας και μου ζητά να το ταΐσω νέες εμπειρίες,ηδονές,ανθρώπους,μέρη,θάλασσα.
Το φευγιό μου,πεινάει.
Κ’είμαι πάντα πολύ καυλωμένη για να του αρνηθώ.
πολυ ωραιο!