Kako zaslužiti denar iz blackjack casino

  1. Haunted House Igraj Igralni Avtomat: Zaupanja vredna spletna mesta za igre na srečo imajo vedno veliko izbiro plačilnih rešitev kot znak legitimnosti.
  2. Book Of Magic Igraj Igralni Avtomat - Kako igrati Progressive reže-če ste igralec reža, ki je potrpežljiv in je videti, da stavke velike izplačila, postopno reže lahko vaš skodelico čaja.
  3. Payoneer Casino Online Slovenija: Ljubitelji igralnic bi se morali zagotovo držati bonusa dobrodošlice v igralnici VulkanBet in s svojo promocijsko kodo dodati lep odmerek dodatnega denarja.

Casino sankt gallen za pravi denar 2023

Mr Vegas Casino Online Slovenija
Lahko izgubite nekaj svojih vložkov, vendar ne vseh.
Dino Hunter Free Play Demo
V mnogih sistemih napredovanja, kot je sistem Martingale, se stave hitro povečajo po zaporedju izgub.
Če ste od leta 2023 popolnoma zamudili polemiko o plenilskih škatlah, je tu kratek dohitevanje.

Spletna igralnica kartice igre

Guts Casino No Deposit Bonus 2024
Toda z Neocash MasterCard denar, ki vam ga dolguje igralnica, pride neposredno na račun Neosurf.
Slotv Casino Online Slovenija
Seveda morate paziti na vsako ekipo pred olimpijskimi igrami.
Space Corsairs Free Play Demo

Τα σκουλήκια.

Άπλωσε το nori πάνω στο χαλάκι από μπαμπού.Είχε ρίξει ένα φλιτζάνι shari στην κατσαρόλα μαζί με ένα φλιτζάνι νερό και ανακάτευε κάθε τόσο με την ξύλινη κουτάλα μέχρι το ρύζι να ρουφήξει όλο το νερό.

Δεν έδειχνε καμία ιεροτελεστία στην παρασκευή του ντρέσινγκ. Έριχνε απλά λίγη ζάχαρη(προτιμούσε ζαχαρίνη),λευκό κρασί,αλάτι και ξύδι σε ένα μπωλάκι και τα ανακάτευε μέχρι να διαλυθούν.Με το μάτι πια υπολόγιζε τη δοσολογία.Ούτε συνταγές,ούτε μεζούρες.

Έψαξε στις τσέπες του παντελονιού του να βρει την κασετίνα με τα καρέλια του.Τα σιχαινόταν πλέον αυτά τα τσιγάρα,τόσο βαριά αλλα συνέχιζε να τα καπνίζει γιατί είχε μια αδυναμία να αλλάζει εύκολα συνήθειες.

Κοίταξε για μια στιγμή το ψιλοκομμένο αβοκάντο και την καβουρόψιχα πάνω στο μπλε πιάτο.Ξανατράβηξε νωχελικά άλλη μια τζούρα.Μετά έψαξε το κινητό του για να πάρει τηλέφωνο τη μεγάλη του κόρη.

«Έλα κορίτσι μου.Θα έρθεις μόνη σου από το φροντιστήριο;Τι ώρα είπες πως σχολάς;Ωραία θα έχω έτοιμο το σούσι. Καλό μάθημα.Φιλιά»

Άφησε το ρύζι για λίγο να κρυώσει και το περιέχυσε με το ντρέσινγκ. Μετά το ανακάτεψε με την κουτάλα και πλησίασε τη μύτη του πολύ κοντά στην κατσαρόλα για να αισθανθεί τη μυρωδιά του κρασιού.

Σηκώθηκε,πλησίασε τον καθρέφτη του βεσέ και άρχισε να τον παρατηρεί. Πενηντάρης,με γκρίζα μαλλιά και λίγα κιλάκια στην κοιλιά.Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να είναι γοητευτικός.Τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει μια φορά που καταλάθος πήγε να μπει στο δωμάτιο της κόρης του να λέει η κολλητή της η Λένια.

«Τζόβενο ο μπαμπάς σου,Τασία.»

Τη θεωρούσε πολύ αστεία αυτή τη λέξη.Επίσης,έβρισκε τη Λένια πολύ όμορφη αλλα ήξερε πως το να πάει με μια δεκαεφτάχρονη αποτελούσε αδίκημα σε αυτή τη χώρα και η δικαιολογία «Συγγνώμη,δεν το ήθελα,το κωλαράκι αυτής της μικρής με καύλωσε» δε θα έπειθε κανέναν.

Μπήκε στο δωμάτιο της μικρής του κόρης η οποία εξακολουθούσε να κοιμάται.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να την ξυπνήσει γιατί η ώρα είχε ήδη πάει μία άλλα μετά σκέφτηκε πως είναι Σάββατο και το μικρό του χτες το βράδυ είχε ξενυχτήσει στο πάρτι του συμμαθητή της του Βασίλη,με τη μάνα με τις τεράστιες βυζάρες.

Την είχε παίξει για τη μάνα του Βασίλη.Και όχι μόνο μια φορά.Τα στήθη αυτής της γυναίκας φάνταζαν για εκείνον ο παράδεισος.Έκλεινε τα μάτια του και σκεφτόταν να πιάνει τις τεράστιες καφέ θηλές τους,να τα γλείφει,να τα δαγκώνει αχόρταγα,να χώνει τη μύτη του,τη γλώσσα του,το κεφάλι του το ίδιο ανάμεσα τους.

Καυλωμένος κατευθύνθηκε πάλι προς την κουζίνα.Έβγαλε ένα κίτρινο φλιτζάνι και το γέμισε με νερό.

Έπειτα,άρχισε να απλώνει το ρύζι πάνω στο φύκι αφήνοντας μια μικρή σειρά πάνω πάνω ακάλυπτη.Κάθε τόσο έβρεχε τα δάχτυλα του στο νερό για να μην κολλάει το ρύζι στα χέρια του.

Πήρε το αβοκάντο και το άπλωσε πάνω στο ρύζι σε μια νοητή οριζόντια γραμμή.Το ίδιο έκανε και με το καβούρι.

Κάθε φορά που ετοίμαζε σούσι καθόταν και το  κοιτούσε ευλαβικά.Στα μάτια του έμοιαζε με πίνακας του Κλιμτ.Σαν ένα ψηφιδωτό με πολύχρωμες πετρούλες. Το πράσινο του αβοκάντο,το πορτοκαλί του καβουριού μαζί με το λευκό του ρυζιού,το σκούρο πράσινο από το σούσι και πίσω το καφέ χρώμα του μπαμπού.Κι όλα αυτά στο θολό του μυαλό σχημάτιζαν μια γυναικεία μορφή.Μια ημίγυμνη γυναίκα με λευκό δέρμα που φορά λογιών λογιών πολύχρωμα πετράδια.

Ξεκίνησε να τυλίγει ευλαβικά το φύκι.Μετά από τόσες φορές είχε γίνει δεξιοτέχνης.Έβρεχε τα δάχτυλα του για να μπορεί καθώς τυλίγει να πιέζει και τα υλικά και κάνοντας κινήσεις ανάλογες με αυτές της κίνησης του σαλιγκαριού ετοίμαζε τη γιαπωνέζικη σπεσιαλιτέ του.

Έπειτα έπαιρνε το αιχμηρό του μαχαίρι και αφού το βουτούσε σε νερό,έκοβε σε μικρές ροδέλες το σούσι.

Τα maki ήταν έτοιμα,τοποθετημένα στο πιάτο και σερβιρισμένα με σάλτσα σόγιας που οι κόρες του σιχαίνονταν και πάστα wasabi που εκείνος λάτρευε.

Η πρώην γυναίκα του συνήθιζε να φτιάχνει σούσι τα Σαββατοκύριακα.Της άρεσε να πειραματίζεται με πιάτα διαφόρων κουζινών.Οι αγαπημένες της ήταν η γιαπωνέζικη και η μεξικάνικη.

Από τότε που τους παράτησε και επέστρεψε πίσω στην πατρίδα της,τη Σουηδία,εκείνος ανέλαβε να συνεχίζει την προετοιμασία των γιαπωνέζικων πιάτων.Του άρεσε ούτως ή άλλως να μαγειρεύει.Τουλάχιστον,έτσι συνήθιζε να λέει.

Την Έμα την είχε γνωρίσει σε κάτι διακοπές που έκανε στο Τολό. Φίλη φίλων και τρέχα γύρευε.Κατέληξαν να παραθερίζουν μαζί,να μοιράζονται ένα κρεβάτι μαζί και κάτι προσπερματικά υγρά.

Στη χώρα της η Έμα εργαζόταν σε ένα ινστιτούτο ερευνών και μελέτης…απολιθωμάτων.

Ασχολιόταν με την ταφονομία,την επιστήμη που μελετά τη σήψη των ζωντανών οργανισμών και τη διαδικασία που αυτοί μετατρέπονται σε απολιθώματα.

Τι του βρήκε εκείνη η τόσο ενδιαφέρουσα γυναίκα αυτού του δημοσίου υπαλλήλου;

«Ο Αργύρης κάνει καταπληκτικό σεξ»συνήθιζε να λέει με ένα ελαφρύ μειδίαμα στους φίλους τους.

Παντρεύτηκαν μέσα σε 6 μήνες,γιατί εκείνη ήταν έγκυος στην πρώτη τους κόρη.Και τα δυό τους παιδιά ήταν ξανθά με μεγάλα πράσινα μάτια σαν τα δικά της.

Θυμόταν ακόμη εκείνο το Σάββατο που τους παράτησε.Εκείνος είχε βγει με τις μικρές για να πάνε να διαλέξουν ψάρια στη μαρίνα στη Γλυφάδα.Μπήκαν σπίτι όλο χαρά και το σούσι τους περίμενε πάνω στο τραπέζι.

Την περίμενε ξύπνιος 3 ημέρες όταν τελικά χτύπησε το τηλέφωνο και του ανακοίνωσε πως επέστρεψε πίσω στη χώρα της γιατί κουράστηκε από μια καριερίστρια που ήταν να ζει πλέον ως χαρωπή νοικοκυρούλα.

Έκατσε στο τραπέζι της τραπεζαρίας.Παρατηρούσε τα maki rolls. Θυμήθηκε τότε που μαζί με την Έμα κάθονταν και έτρωγαν σε ένα ταβερνάκι δίπλα στη ακροθαλασσιά στο Πόρτο Χέλι.

«Για πες μου λοιπόν,τι γίνεται όταν πεθαίνουμε;Μας τρώνε τα σκουλήκια;»

Εκείνη του εξηγούσε πως ναι κάπως έτσι ήταν η διαδικασία.Η αποσύνθεση επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες.Υγρασία,συνθήκες περιβάλλοντος,ζώα που τρώνε το πτώμα,ταρίχευση κ.α

«Τα σκουλήκια,maggots προτιμώ να τα λέω εγώ,πρώτα βγαίνουν από τις οπές μας. Από τα μάτια μας,τη μύτη το στόμα μας.Φαντάσου σα να πλημμυρίζεις με λευκά σκουλήκια»

«Και μας τρώνε;»

Θυμόταν ακόμη τον τρόμο στη φωνή του όταν της έκανε αυτή την ερώτηση.

«Ναι,τρώνε whatever is left,Αργύρη.»

Ο Αργύρης δεν έφαγε ποτέ την τσιπούρα και τα καλαμαράκια του εκείνο το μεσημέρι.

Έπιασε τα chopsticks στα χέρια του.

Έπιασε το ένα maki και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο.Έπιασε άλλο ένα και το βούτηξε ολόκληρο μέσα στο μπωλάκι με τη σόγια.

Τρίτο,τέταρτο.Κατάπινε τα κομμάτια maki βιαστικά σαν να βιαζόταν να τα φάει πριν κάποιος άλλος του τα πάρει.

Πέμπτο maki.Άρχισε να μασάει το ρύζι.Το μασούσε άτσαλα,αφήνοντας κόκκους να πέφτουν από το στόμα του.Έκτο κομμάτι χωρίς καν να έχει καταπιεί το πέμπτο.Μασουλούσε το ρύζι σαν τρόφιμος ιδρύματος ανίατων ασθενειών.

Έβδομο μάκι και ένιωθε πως το σούσι θα του έβγαινε από τη μύτη.Είχε γουρλώσει τα μάτια του και ένιωθε το στόμα του να μασά κάτι μαλακό,που το σάλιο του το είχε κάνει μια άμορφη μάζα.

Ένιωσε να μασάει σκουλήκια.Λευκά σκουλήκια που ήθελαν να βγουν από το στόμα του,τα μελιά του μάτια και τα τεράστια του ρουθούνια.Είχε μουδιάσει. Στο μυαλό του ήρθαν εικόνες από ταινίες τρόμου στις οποίες ζόμπι με μισοφαγωμένα κρανία περιφέρονται στους δρόμους πολυσύχναστων πόλεων.

Μα δεν ήταν νεκρός.Ή μήπως ήταν;Τι του πήρε η Έμα φεύγοντας;Τη ζωή του;Μα όχι ήταν ακόμη ζωντανός.Περπατούσε,μιλούσε,διάβαζε,κολυμπούσε.Τότε γιατί τα σκουλήκια;

Πήγε να πιάσει άλλο ένα κομμάτι σούσι αλλά στην προσπάθεια του να το καταπιεί ένας εμετός ρυζιού αναμεμειγμένος με πράσινες πινελιές από το αβοκάντο εκτοξεύτηκε πάνω στο χαλί της τραπεζαρίας.

«Μπαμπά,είσαι καλά;» ακούστηκε η φωνή της μικρής του κόρης που μόλις είχε ξυπνήσει.

«Ναι,παιδί μου πήγαινε στο δωμάτιο σου.Ο χαζός μπαμπάς σου έκανε ζημιά και γέμισε με ρύζια όλο το σαλόνι.Θα σε φωνάξω εγώ μόλις τα μαζέψω.»

Κοίταξε την κόρη του να επιστρέφει στο δωμάτιο της.Κατόπιν κοίταξε το σούσι. Σηκώθηκε,πήρε το φαράσι και τη σκούπα από τη βεράντα και κάπου εκεί μαζεύοντας το ρύζι συνειδητοποίησε πως αυτό που  τελικά είχε πεθάνει μέσα του ήταν η πίστη του στους ανθρώπους.