Μπορεί να μην ξέρω να τραγουδώ ,μα ξέρω να αγαπώ.
Μια φορά και έναν καιρό κάπου σε έναν μακρινό τόπο υπήρχε ένας άνδρας που είχε όλα όσα μπορούσε να επιθυμήσει. Είχε πλούτο, ομορφιά και ανθρώπους να τον αγαπούν.
Είχε όμως και εύθραυστη υγεία. Σωματικά ήταν εύρωστος, μέσα του όμως ένιωθε πάντα πως κάτι του λείπει και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κλείνεται πολλές φορές μέσα στο σπίτι του και να μη βγαίνει για εβδομάδες ακόμη και μήνες. Ένιωθε μόνος, δυστυχισμένος πως τίποτα στη ζωή του δεν είχε νόημα.
Περνούσε ώρες σκεπτόμενος τι θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο. Πολλές φορές πήγαινε για κυνήγι για να ξεχνιέται και άλλες φορές περιποιούταν τα τριαντάφυλλα της τεράστιας του έπαυλης. Τίποτα όμως πλέον δεν μπορούσε να του προσφέρει ικανοποίηση.
Μια μέρα, κάποιοι ταξιδιώτες περνούσαν έξω από το σπίτι του. Ήταν ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι και ζήτησαν καταφύγιο για τη νύχτα. Εκείνος τους προσέφερε τη φιλοξενία του. Είπε στους υπηρέτες του να τους οδηγήσουν στα δωμάτια τους, να τους προσφέρουν καθαρές πετσέτες και να τους ενημερώσουν πως το δείπνο σερβίρεται στις 8.
Στις 8 οι ταξιδιώτες κατέβαιναν τη μεγάλη σκάλα και κατευθύνονταν προς την τραπεζαρία. Οι υπηρέτες τους τοποθέτησαν στις θέσεις του και όλοι περίμεναν τον άνδρα να φανεί.
Εκείνος εμφανίστηκε μετά από 5 λεπτά και πήρε τη θέση του στο τραπέζι. Ξεκίνησαν να επιδίδονται στο φαγοπότι. Το κρασί έρεε άφθονο και η διάθεση όλων ήταν σε καλά επίπεδα.
Ο άνδρας τους ρώτησε το σκοπό του ταξιδιού τους. Εκείνοι απάντησαν πως αναζητούσαν ένα σπάνιο είδος πουλιού που το τραγούδι του ήταν το μελωδικότερο όλων. Πως ακούγοντας το ευφραίνεται η καρδιά και σε πλημμυρίζει η ευτυχία.
Ο άνδρας σάστισε. Μα αυτό είναι που πάντα ήθελε. Κάτι να τον κάνει ευτυχισμένο. Τους ρώτησε αν το είχαν βρει. Εκείνοι απάντησαν πως όχι. Πως το συγκεκριμένο είδος πτηνού συναντάται μόνο σε 2 φαράγγια και πως ήδη στο ένα που είχαν ψάξει δεν το είχαν βρει. Σχεδίαζαν να ξεκινήσουν την αναζήτηση τους στο άλλο.
Ο άνδρας τους είπε πως ήθελε να του φέρουν το σπάνιο αυτό πλάσμα. Εκείνοι γέλασαν και του εξήγησαν πως θα έπρεπε να τους δώσει μια περιουσία προκειμένου να του το δώσουν. Εκείνος δέχτηκε. Τους έταξε πολλά χρυσά φλουριά ως αντάλλαγμα.
Οι μέρες πέρασαν και ο άνδρας περίμενε νέα των ταξιδιωτών. Δυστυχώς εκείνοι ακόμη δεν είχαν κατορθώσει να βρουν το πτηνό. Δυο μήνες πέρασαν και ξαφνικά αργά τη νύχτα χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του σπιτιού του άνδρα.
Οι ταξιδιώτες στέκονταν εκεί στο κατώφλι της πόρτας και δίπλα τους υπήρχε ένα τεράστιο κλουβί καλυμμένο με ένα κόκκινο κομμάτι ύφασμα. Ο άνδρας κατέφθασε στην πόρτα και τους έδωσε τα φλουριά που τους είχε τάξει. Του ευχαρίστησε και διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν το κλουβί στο υπνοδωμάτιο του.
Ήταν τόσο ενθουσιασμένος. Επιτέλους το είχε στα χέρια του. Περίμενε να δει ένα επιβλητικό πλάσμα, πλουμιστό, πολύχρωμο που όμοιο του δεν υπήρχε.
Πλησίασε με ενθουσιασμό το κλουβί και αφαίρεσε το κάλυμμα. Η καρδιά του έτρεμε.
Άφησε κάτω το κόκκινο ύφασμα απογοητευμένος. Το εντυπωσιακό πτηνό που ήλπιζε να δει έδωσε τη θέση του σε ένα μικρόσωμο γκρι πουλάκι, με τεράστια μαύρα ματια. Στεκόταν εκεί φοβισμένο. Έβλεπες το κορμί μου να τρέμει μπροστά στο θέαμα ενός άνδρα που είχε 50 φορές το μέγεθος του.
Ο άνδρας σκέφτηκε πως σκόπιμα η φύση είχε προνοήσει και είχε κάνει αυτό το πουλάκι τόσο αδιάφορο εξωτερικά ώστε να μην προκαλεί τους θηρευτές του.
Έπεσε για ύπνο σκεπτόμενος το κελάηδισμα του.
Την επόμενη ημέρα διέταξε να του φέρουν ένα χρυσό κλουβί και το έβαλε μέσα. Το κοιτούσε ώρες και περίμενε για ένα τραγούδι του. Μάταια.
Οι ημέρες περνούσαν έτσι. Εκείνος καθημερινά του άλλαζε το νερό του. Του έδινε να τρώει τους καλύτερους σπόρους και τα πιο φρέσκα φρούτα. Το παρατηρούσε να τον κοιτά με τα μαύρα του ματάκια. Τον κοιτούσε με τόση αγάπη και καλοσύνη. Ομως δεν κελαηδούσε.
Αυτή η προσμονή του τραγουδιού έκανε τον άνδρα ιδιαίτερα ευδιάθετο. Ξυπνούσε και έτρεχε εναγωνίως προς το χρυσό κλουβί. Αυτο το πουλάκι είχε γίνει ένας καλός του σύντροφος. Πήγαινε και του έλεγε τα νέα του. Μοιραζόταν μαζί του τα άγχη του, τους φόβους του. Και εκείνο πάντα εκεί να τον κοιτά σαν να τον καταλάβαινε. Κάποιες φορές μάλιστα άνοιγε το κλουβί και το έβαζε να κάθεται πάνω στον ώμο του. Εκείνο καθόταν, ποτέ δε σκέφτηκε να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά. Έβλεπε την χαρά που προσέφερε στον άνδρα και αυτό για εκείνο ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή.
Αρκετοί μήνες είχαν περάσει και μια μέρα ο άνδρας είχε πάει για κυνήγι λαγών με κάποιους φίλους του. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού μέσα στο δάσος μπορούσε να ακούσεις λογής λογής πουλιά να τιτιβίζουν. Κάποια δε είχαν τόσο μαγευτικό κελάηδισμα που ο άνδρας σταματούσε κάθε τόσο για να το απολαύσει.
Επέστρεψε στο σπίτι του και κατευθύνθηκε προς το κλουβί. Ήταν θυμωμένος. Είχε πληρώσει πολλά χρυσά φλουριά για αυτό το πλάσμα. Του είχαν τάξει πως τραγουδά. Κ’ όμως τίποτα. Τόσα πουλιά στο δάσος του προσέφεραν απλόχερα το τραγούδι τους χωρίς εκείνος να έχει πληρώσει τίποτα για αυτά. Και εκείνο το αχάριστο πλάσμα που το τάιζε τους καλύτερους σπόρους τον περιέπαιζε.
Άρχισε να χτυπά το κλουβί μανιασμένος. Του φώναζε να κελαηδήσει. Εκείνο τον κοιτούσε μη αναγνωρίζοντας τον. Κούρνιασε στη δεξιά γωνιά του κλουβιού του και έμεινε εκεί για πολύ ώρα.
Ο άνδρας αποκαμωμένος πλέον και από το κυνήγι και από τις φωνές έστρεψε την πλάτη του προς το κλουβί και ξεκίνησε να απομακρύνεται. Τότε άκουσε το μικρό πουλάκι να φωνάζει. Δεν ήταν τραγούδι, δεν υπήρχε μελωδία μόνο άναρθρες κραυγές. Πιο πολύ σαν τις φωνές που βγάζουν τα κοράκια.
Ξέσπασε σε γέλια. Σκέφτηκε πως περίμενε τόσους μήνες για ένα μεθυστικό τραγούδι και το μόνο που άκουγε ήταν ένα ασχημο πουλί να βγάζει ενοχλητικούς ήχους.
Την επόμενη ημέρα διέταξε να το βάλουν σε ένα μικρό σιδερένιο κλουβί. Το άφηνε για ημέρες νηστικό και πολλές φορές δεν του άλλαζε το νερό του. Το πουλάκι ήταν τόσο ταλαιπωρημένο. Με δυσκολία κινιόταν μέσα στο κλουβί του ενώ είχε αρχίσει να χάνει τα φτερά του.
Ο άνδρας αποφάσισε να αρχίσει να συλλέγει διάφορα είδη πτηνών. Τα έβαζε σε όμορφα κλουβάκια τα φρόντιζε, τα τάιζε και εκείνα σαν αντάλλαγμα του προσέφεραν το τραγούδι τους.
Όλα εκτός από ένα. Όλα εκτός από εκείνο στο οποίο είχε προσφέρει τα πιο πολλά. Κατευθύνθηκε προς το σιδερένιο κλουβί και το άνοιξε. Το πουλί ήταν σε άθλια κατάσταση.
«Φύγε» του είπε. «Πέτα μακριά».
Το ανήμπορο πλάσμα όμως δεν έφυγε.
Εκείνος επέστρεψε θλιμμένος στο υπνοδωμάτιο του. Αυτο το πλάσμα που κάποτε τον έκανε τόσο ευτυχισμένο τον γέμιζε τώρα με τόση θλίψη. Δεν ήθελε να το βλέπει άλλο πια. Ένιωθε εξαπατημένος.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του. Και ήταν τότε που άκουσε αυτή τη γλυκιά μελωδία. Κανένα από τα 120 πουλιά που είχε στον κήπο του δεν τραγουδούσε έτσι. Ένιωθε λες και είναι στον παράδεισο. Το τραγούδι ήταν συγκλονιστικά σπαρακτικό. Κανένας συνθέτης δε θα μπορούσε να είχε συνθέσει ένα τραγούδι με τόση αρμονία.
Έτρεξε προς το κλουβί όπου βρήκε το πουλάκι να στέκεται στην πόρτα του κλουβιού. Τον κοίταξε για μια τελευταία φορά και μετά ξεψύχησε.
Ένιωσε συντετριμμένος. Θέλησε να μάθει γιατί τόσον καιρό το πουλί δεν τραγουδούσε. Γιατί η μόνη φορά που το άκουσε να κελαηδά ήταν λίγο πριν πεθάνει.
Κανένας δε δέχτηκε να τον συναντήσει. Εκτός από έναν.Ο ταξιδιώτης έφτασε καθυστερημένος κάτι που παρέτεινε την αγωνία του άνδρα. Του εξήγησε τα όσα είχαν συμβεί αυτόν τον ένα χρόνο και ζήτησε εξηγήσεις.
Τότε ο ταξιδιώτης του είπε:
«Αυτό το πτηνό τραγουδά μόνο μια φορά στη ζωή του. Μόνο λίγο πριν πεθάνει. Δεν θελήσαμε να στο πούμε τότε γιατί δεν επρόκειτο ποτέ να μας πλήρωνες για ένα πλάσμα που γενικά δεν τραγουδά».
Τον έδιωξε από το σπίτι του ουρλιάζοντας. Έπειτα πήγε και στάθηκε μπροστά στο σιδερένιο κλουβί και ξέσπασε σε λυγμούς. Σκέφτηκε πως αυτό το τόσο μικρό πλάσμα που έχασε κατάφερνε να τον κάνει ευτυχισμένο. Ακόμη κ’ αν ποτέ δεν τραγούδησε γι’ αυτόν ήταν πάντα εκεί να του κρατά παρέα, να τον ακούει ακόμη κ’ αν δεν τον καταλάβαινε. Κ’ όταν εκείνος ουρλιάζοντας του ζήτησε να κελαηδήσει εκείνο σαν να το αντιλήφθηκε, προσπάθησε να το κάνει βγάζοντας κραυγές για να τον ευχαριστήσει.
Ο άνδρας, σε κατάσταση αμόκ πήγε και άνοιξε τα κλουβιά όλων των άλλων πουλιών.
«Φύγετε» τους είπε όπως είχε πει κάποτε και στο μικρό του φίλο.
Και πράγματι όλα τα πολύχρωμα πουλιά, με τα περίεργα λοφία και τις μυτερές ουρές πέταξαν μακριά.Δεν έμεινε κανένα πίσω. Όλα τον άφησαν μόνο.
τι ωραία ιστορία. . . πολύ όμορφο το Blog σου . . . συγχαρητήρια. .