Θεωρητικά ήταν ένας ευτυχισμένος άνδρας εκεί γύρω στα 39,με σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων, ανώτατο στέλεχος σε διαφημιστική εταιρία. Είχε καταφέρει να φτιάξει τη δική του μονοκατοικία με κήπο στο Μαρούσι, είχε το σκύλο του και τα 2 του παιδιά. Ζούσε το Αμερικάνικο του όνειρο για το οποίο είχε μοχθήσει όλα αυτά τα χρόνια.
«Ανδρέα, πάρκαρε εδώ. Αν πας πιο πέρα μπορεί να μη βρούμε θέση. Ξέρεις πόσοι άλλοι είχαν τη φαεινή ιδέα να έρθουν Σάββατο πρωί στο ΙΚΕΑ; Ας μην το ρισκάρουμε.» ,είπε η Αναστασία η κατά 7 χρόνια νεότερη του σύζυγος.
Την αγαπούσε την Αναστασία. Μπορεί να μην την ερωτεύτηκε ποτέ αλλά έμαθε να την αγαπάει και να τη σέβεται .Η Αναστασία δούλευε ως γραμματέας σε μια εταιρία πλαστικών. Όταν έμεινε έγκυος αποφάσισαν από κοινού πως θα ήταν καλύτερο να σταματήσει να δουλεύει και να ασχοληθεί με την ανατροφή του παιδιού τους. Την είχε γνωρίσει μέσω κάποιων κοινών τους φίλων μετά από το χωρισμό του με την Κατερίνα. Διόρθωση. Κάποιοι κοινοί τους φίλοι που γνώριζαν πως ήταν ένα ψυχολογικό ράκος μετά το χωρισμό του με την Κατερίνα θέλησαν να του γνωρίσουν την Αναστασία που ενδιαφερόταν για εκείνον. Άτυπο προξενιό.
«Πόσο χαίρομαι που αφήσαμε τα παιδιά στη μητέρα σου και μπορούμε να περάσουμε την ημέρα μαζί. Τελευταία γυρνάς πολύ κουρασμένος από τη δουλειά και κάποιες μέρες σχεδόν δεν ανταλλάσουμε μια κουβέντα.»
Εκείνος δεν απάντησε, αλλά της άγγιξε το χέρι εκφράζοντας της τη συγγνώμη του για τις ατελείωτες ώρες που την είχε παραμελήσει τον τελευταίο μήνα.
«Λοιπόν χρειαζόμαστε το κρεβάτι Brimnes με πλάτος 147cm,καθώς και τη συρταριέρα μαζί με 2 φωτιστικά δαπέδου Stockholm.Σε πειράζει να πας κάτω να βρεις τα parts ενώ εγώ θα πάω να αγοράσω 2 καλύμματα για τους καναπέδες και κάτι κορνίζες;
«Κανένα πρόβλημα» ,ψιθύρισε.
«Ωραία, και τώρα που θα βρω την πλάτη του κρεβατιού ;Για να δούμε διάδρομος 2..διάδρομος 2…. Με συγχωρείτε νεαρέ ,μπορείτε να με βοηθήσετε να βρω…»
«Στέφανε! πως είσαι, τι κάνεις;», είπε μια λεπτή γυναίκεια φωνή.
«Κατερίνα εσύ είσαι;» απάντησε έκπληκτος.
«Είμαι καλά, έχουμε έρθει να αγοράσουμε κάποια έπιπλα». απάντησε ενώ προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
Είχε να δει την Κατερίνα πάνω από 6 χρόνια. Θα την αναγνώριζε όμως όπου κ’ αν την έβλεπε. Δεν είχε άλλωστε αλλάξει και πολύ. Τα μαλλιά της εξακολουθούσαν να είναι ξανθά και μακριά, ήταν ντυμένη με τις ίδιες περίεργες έθνικ φούστες και το υπέροχο άρωμα της που δε χόρταινε να μυρίζει στο λαιμό της όταν τη φιλούσε.
«Έχετε έρθει;» τον ρώτησε εκείνη γουρλώνοντας τα πράσινα της μάτια.
«Χαθήκαμε. Λογικά δεν το έχεις μάθει. Παντρεύτηκα. Έχω και 2 κόρες.4 και 3 αντίστοιχα». είπε και αισθάνθηκε τόσο civilized που κατάφερνε να συζητάει με την πρώην του για την νυν του. Θαύμασε τον εαυτό του.
«Να σου ζήσουν», του απάντησε εκείνη προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της. «Χαίρομαι που προχώρησες στη ζωή σου. Άλλωστε έτσι πάνε αυτά. Κάτι παλιό τελειώνει για να δώσει τη θέση σου σε κάτι καινούριο. Έτσι δε λένε;»
«Εσύ, παντρεύτηκες» τη ρώτησε και ένιωσε έναν μικρό κόμπο στο στομάχι του. Όχι, δε γινόταν να τον νοιάζει. Ήταν τόσο πεπεισμένος πως δεν τον ένοιαζε. Τί στο καλό ένιωθε τότε αυτό το άγχος πως θα του απαντούσα πως πλέον είναι με κάποιον άλλον .
«Όχι, δεν παντρεύτηκα. Είμαι μόνη τα τελευταία 2 χρόνια. Συγκατοικούσα με κάποιον για τον οποίο τελικά δεν πήγα στο Λονδίνο όπως σχεδίαζα θυμάσαι; Έτσι έμεινα εδώ, έπιασα και δουλειά στην Ελλάδα. Μη φανταστείς τίποτα σημαντικό. Πωλήσεις κυρίως».
Το μυαλό του σταμάτησε. Τον είχε παρατήσει προκειμένου να κυνηγήσει τα όνειρα της. Ήθελε, και τι δεν ήθελε αυτή η γυναίκα. Διακοσμήτρια ήταν και ήθελε να συνεχίσει την εκπαίδευση της στο Λονδίνο στο interior designing.Τον άφησε κάποτε πίσω για να του ανακοινώσει στο υπόγειο του ΙΚΕΑ πως τελικά τα παράτησε όλα για έναν άλλον άνδρα με τον οποίο πλέον δεν είναι μαζί.
«Λογικά δε θα μπορούσε να κάνει παιδιά και αυτός την παράτησε», σκέφτηκε.
Ένιωσε οργή. Οργή αναμειγμένη με οίκτο. Αυτή η γυναίκα η παρουσία της οποίας υπήρξε τόσο μοιραία στη ζωή του είχε χάσει την αλλοτινή της λάμψη. Εκείνος είχε εξελιχθεί. Είχε μια πολύ καλή θέση, μια οικογένεια να γυρνά τα βράδια, μια εξαιρετική σύζυγο και τις λατρεμένες του κόρες.
Εκείνη δεν είχε τίποτα.
«Ξέρεις, θα πρέπει να επιστρέψω. Λογικά η Αναστασία θα με ψάχνει. Ελπίζω όλα να σου πάνε καλά. Αυτή είναι η κάρτα μου. Αν θελήσεις το οτιδήποτε,call me.Χάρηκα που σε είδα».
«Και αυτός είναι ο δικός μου αριθμός. Σημείωσε τον».
Εκείνος έβγαλε το κινητό του και αποθήκευσε τον αριθμό της.
«Αντίο, Ανδρέα. Κι εγώ χάρηκα πολύ που σε είδα. Να περνάς καλά».
Όλη την υπόλοιπη ώρα ήταν τρομερά ευδιάθετος. Ένιωθε πως τελικά στη ζωή του όλα είχα έρθει όπως έπρεπε. Αν η Κατερίνα δεν τον είχε παρατήσει τότε δε θα είχε αυτή τη ζωή που έχει τώρα. Ένιωσε τόσο τυχερός που δεν αναλώθηκε με μια γυναίκα που πλέον δεν είχε φιλοδοξίες και όνειρα. Σκέφτηκε χαιρέκακα. «Καλά να πάθει που είναι μόνη», ψέλλισε. «What comes around goes around».
«Ανδρέα παραμιλάς;», τον ρώτησε η Αναστασία.«Έλα να κουβαλήσουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο, οι μικρές ήδη μας περιμένουν».
«Να μην ξεχάσω να σου πω. Μας κάλεσε ο Στέφανος με την Ελίζα το Σαββάτο το βράδυ για φαγητό στον Ωρωπό. Ήσουν στο υπόγειο και δεν μπορούσα να σε ενημερώσω. Τους είπα ναι».
Περίμενε πως και πως τον ερχομό του Σαββάτου προκειμένου να πει στο φίλο του για τη συνάντηση με την Κατερίνα. Θα μπορούσε να τον πάρει τηλέφωνο αλλά ήθελε τόσο πολύ να του τα πει από κοντά για να παρατηρεί και τις εκφράσεις του προσώπου του. Σίγουρα θα έμενε έκπληκτος αφενός για το πώς κατάντησε η Κατερίνα, αφετέρου για το πώς διαχειρίστηκε εκείνος τη συνάντηση μαζί της.
«Περάστε, περάστε. Ο φιλαράκος σου, ο Στέφανος σε περιμένει στον κήπο. Για να καπνίσετε κάτι καινούρια πούρα λέει και να πιείτε το ουίσκι σας μέχρι εγώ με την Αναστασία να ετοιμάσουμε το τραπέζι».
«Μαλάκα, εξαφανίστηκες. Πόσες μέρες σας παρακαλάμε με την Ελίζα να έρθετε να τα πούμε. Τί κάνουν οι μικρές»«Έχεις δίκιο φίλε μου. Μας έπεσαν πολλά με τις δουλειές μωρέ. Ξέρεις πως είναι. Καλά είναι οι πριγκίπισσες μου. Α! σου έχω καυτά νέα ρε!».«Καυτά νέα; Πες μου πως τραβιέσαι με καμιά γκομενίτσα να έχουμε άλλα», απαντησε ο Στέφανος με σχετική περιέργεια.
«Όχι ρε, χαζέ», είπε και τράβηξε μια βαθιά τζούρα από το πούρο του. «Είδα την Κατερίνα πριν κάτι μέρες. Μόνη, ανύπαντρη και δουλεύει σε άσχετο αντικείμενο από αυτό που την ενδιέφερε. Κάτω στην αποθήκη του ΙΚΕΑ την πέτυχα. Έχεις να πεις τίποτα; Μαλάκα σου λέω νιώθω τελικά πως για καλό τότε δεν έκατσε η φάση μαζί της. Έκλαψα, πόνεσα απογοητεύτηκα, αλλά να ‘μαι με το φιλαράκι μου να καπνίζουμε τα Cohiba μας και να περνάμε καλά με τις οικογένειες μας».
«Φίλε,μιλάς για την Κατερίνα τη γνωστή έτσι. Με την οποία τραβιόσουν 6 χρόνια και τελικά δεν έκατσε γιατί αυτή ήθελε να πάει ούτε εγώ δε θυμάμαι που».
«Ναι, Λονδίνο ήθελα να πάει και αυτήν εννοώ. Γιατί με ρωτάς;»
«Tην είχαμε πετύχει εγώ και η γυναίκα μου με τον άνδρα της πριν 8 μήνες σε μια έκθεση γλυπτικής. Μη ρωτάς πως βρεθήκαμε εκεί. Με χαιρέτησε και με ενημέρωσε πως πλέον μένει κάπου στη Γλυφάδα με τον άνδρα της και διατηρεί το δικό της γραφείο που αναλαμβάνει τις διακοσμήσεις βιτρινών καταστημάτων».
Εκείνος πάγωσε. Του είχε πει ψέματα. Λογικά είχε βρεθεί στα ΙΚΕΑ προκειμένου να αγοράσει κάτι που χρειαζόταν για τη δουλειά της. Ήταν παντρεμένη με κάποιον. Είχε πετύχει, κ’όμως δεν είχε την ανάγκη να κομπάσει, να καυχηθεί.
Σηκώθηκε όρθιος και την πήρε τηλέφωνο. Ήταν αργά. Η ώρα σχεδόν ήταν μία το βράδυ. Την ξανακάλεσε. Τελικά άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή της.
«Κατερίνα, ο Ανδρέας είμαι. Θέλω να μάθω γιατί μου είπες ψέματα εκείνη την ημέρα. Γιατί μου παρουσίασες μια άλλη εικόνα από την πραγματική. Θέλω να ξέρω».
Έκλεισε το τηλέφωνο και αισθάνθηκε γελοίος. Ικέτευε να μάθει τι και από ποιόν. Αυτή η γυναίκα ήταν η αιτία που έκανε ψυχοθεραπεία έναν ολόκληρο χρόνο. Τον είχε πονέσει τόσο πολύ. Τον είχε εγκαταλείψει. Και τώρα εμφανίστηκε ξανά για να του πει ψέματα.Πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς πίνοντας. Την επομένη ημέρα το πρωί βρήκε στο κινητό του το ακόλουθο μήνυμα από την Κατερίνα.
«Σου είπα ψέματα γιατί δεν ήξερα αν το εγώ σου αντέχει την αλήθεια. Το βλέμμα σου μαρτυρούσε πως είχες τόση ανάγκη να ακούσεις πως απέτυχα .Πως ήμουν η λάθος επιλογή που ευτυχώς δεν έκανες. Είπα ψέματα γιατί αισθάνθηκα πως η υποτιθέμενη μιζέρια μου θα σε έκανε ευτυχισμένο. Και αυτός ήταν και ο λόγος που κάποτε σε άφησα πίσω. Η αρρωστημένη σου ανάγκη να είσαι πάντα καλύτερος από οποιονδήποτε άλλον με εξαντλούσε τόσο πολύ που φοβήθηκα πως στο τέλος θα εγκαταλείψω τα όνειρα μου προκειμένου να σταματήσεις να με ανταγωνίζεσαι. Δεν είναι έτσι η αγάπη, Ανδρέα».
Δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Εκείνος μετά από 20 ημέρες ξεκίνησε πάλι τις συνεδρίες με την ψυχολόγο του.