«Επιτέλους έφτασα» σκέφτηκε.
«Είμαι μόνη μακριά του, χιλιόμετρα μακριά του.Με χωρίζει απο εκείνον ουρανός και θάλασσα..τόσο νερό,με τίποτα δεν μπορεί να με φτάσει».
Ανακουφίστηκε στην ιδέα πως θα έμενε μόνη της σε έναν επίγειο παράδεισο μακριά από δίκες, παιδιά,εκκρεμότητες και κυρίως τον άνδρα της.
«Θέλω να χωρίσουμε» του είπε λίγο πριν φύγει για μίνι διακοπές στην Κρήτη. «Νομίζω πως η σχέση μας έχει οριστικά τελειώσει. Κουραστικά να ζω μια βαρετή ζωή στην οποία όλα κυλούν με χρονοδιάγραμμα από το οποίο δεν αποκλίνει κανείς.Μου λείπει λίγο excitement και σκοπεύω να το βρω, Αλέξανδρε,μακριά από την υπέροχα αποστειρωμένη ζωή που έχεις φτιάξει για μένα. Δεν σε αγαπώ πια….» ναι αυτό είπε..δε σε αγαπώ πια… η μήπως είπε πλέον,«δε σε αγαπώ πλέον».
Ειλικρινά δε θυμόταν…Το σίγουρο είναι πως θυμάται εκείνον να την κοιτά βουρκωμένος και να της λέει:«Δεν χωρίζουν έτσι οι άνθρωποι, Μαρία μου..αν χρειάζεσαι χρόνο για τον εαυτό σου,πήγαινε διακοπές, θα φροντίσω εγώ τα πάντα εν τη απουσία σου».
Αυτό και έκανε λοιπόν. Επωφελήθηκε από την κατάσταση και νοίκιασε ένα δωμάτιο στο Φραγκοκάστελλο στα Σφακιά. Απέναντι ακριβώς από το κάστρο όπου εμφανίζονταν οι Δροσουλίτες και δίπλα στη θάλασσα… δε χρειαζόταν καν να περπατήσει..άνοιγε την πόρτα της και βουτούσε στο νερό.
«Καλωσορίσατε, είχατε καλό ταξίδι;» ρώτησε η γραφική ηλικιωμένη με την ανάλογη κρητική προφορά.
«Ναι, όλα καλά απάντησε εκείνη. Καθ’όλη τη διάρκεια της παραμονής μου θα χρειαστώ απόλυτη ησυχία. Παρακαλώ να μη με ενοχλείτε άσκοπα… Ενημερώστε με μέσα στην ημέρα τι ώρα σερβίρετε το πρωινό καθώς και τι ώρα επιθυμείτε να έρχεστε για να αλλάζετε τα σεντόνια»
«Παράξενη γυναίκα», σκέφτηκε η ηλικιωμένη φεύγοντας.
Αυτό ήταν λοιπόν. Μετά από ένα οχτάωρο ταξίδι με πλοίο και στη συνέχεια ένα δίωρο με το αυτοκίνητο έφτασε στον προορισμό της.
«Έλα Εκάτη, σε παρακαλώ να μη με ενοχλήσει κανένας για κάποιες ημέρες. Ο σύζυγος μου μπορεί να επιληφθεί και των δικών μου υποθέσεων. Είναι ήδη ενήμερος, συνεπώς για το ο,τιδήποτε συνομίλησε μαζί του».
Έκλεισε το τηλέφωνο και μεμιάς έσπευσε να βάλει το μαγιό της. Είχε νηνεμία η οποία σε συνδυασμό με την αφόρητη ζέστη έκανε τη βουτιά στη θάλασσα επιτακτική.
Φόρεσε το πολύχρωμο μαγιό της και για μια στιγμή κοντοστάθηκε και κοίταξε τον εαυτό της μπροστά στον παλιό ολόσωμο καθρέφτη που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο της.
Ήταν όμορφη. Μια γυναίκα στα 39,με μακριά ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ήταν λεπτή αν και μετά την εγκυμοσύνη της είχε βάλει κάποια ελάχιστα κιλά που αδυνατούσε να ξεφορτωθεί. Τελικά το μόνο καλό που μου έδωσε ο γάμος μου ήταν η Τζένη σκέφτηκε.
Είχε γνωρίσει τον Αλέξανδρο στο δεύτερο έτος στη Νομική .Εκείνη δηλαδή ήταν στο δεύτερο έτος γιατί εκείνος χρωστούσε μόνο 2 μαθήματα για το πτυχίο του. Δε θυμάται τι ακριβώς την τράβηξε πάνω του σίγουρα όχι η εξωτερική του εμφάνιση. Εκείνη ήταν ίσως από τις πιο όμορφες κοπέλες της σχολής, εκείνος είχε τα κιλάκια του και δεν ήταν και ιδιαίτερα ψηλός. Ήταν όμως έξυπνος και καλός. Της δημιουργούσε πάντα τη ψευδαίσθηση πως είχε τη λύση κάθε προβλήματος και πως όλα στο τέλος θα πήγαιναν καλά. Αυτή ήταν αναγκαία και ικανή συνθήκη για να τον παντρευτεί μιας και εκείνη συνήθιζε να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό και εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να της δώσει το φιλί της ζωής…
Πήρε το παρεό της, την μαύρη ψάθινη τσάντα και τη λαχανί διαφημιστική πετσέτα της και πήγε στην παραλία.
Τα πούλμαν με τους τουρίστες δεν είχαν φτάσει ακόμη και έτσι μπορούσε να απολαύσει για λίγο απερίσπαστη την ομορφιά του τοπίου χωρίς να νιώθει πως βρίσκεται εγκλωβισμένη στα υπόγεια του Πύργου της Βαβέλ. Όχι, ο ρατσισμός της δεν ήταν προς τους ξένους, απλά δε γούσταρε να νιώθει καμία ανθρώπινη παρουσία κοντά της. Ήθελε να είναι εκεί μόνη της, να κολυμπά στη θάλασσα, να μαζεύει κοχύλια, να τρώει στο κοντινό ταβερνάκι και να επιστρέφει μοναχή της στο λιτό δωμάτιο προκειμένου να διαβάσει το βιβλίο της και να πέσει για ύπνο.
«Μόνο αυτό θέλω για 6 ημέρες. Και μετά θα επιστρέψω για να ξεκινήσω τις διαδικασίες του διαζυγίου».
Έβαλε τα γέλια..τις διαδικασίες του διαζυγίου..μια φράση που την είχε πει πολλές φορές στη ζωή της και που πάντα στα αυτιά των πελατών της ηχούσε φρικτή, πολυδάπανη και χρονοβόρα, για εκείνην τώρα είχε πλάκα.
«Είμαστε και οι δυο δικηγόροι..ακόμη και το διαζύγιο μας θα είναι μια γρήγορη και βαρετή διαδικασία…» είπε αναστενάζοντας.
Το νερό ήταν κρύο όμως κολύμπησε. Θυμήθηκε πόσο πολύ καιρό είχε να πάει στη θάλασσα αν και το σπίτι της απείχε μόλις 10 λεπτά με τα πόδια από την κοντινή παραλία. Πόσο πολύ είχε απορροφηθεί με τη δουλειά της και την ανατροφή της δεκαεξάχρονης πλέον κόρης της που είχε ξεχάσει τις αγαπημένες της ενασχολήσεις.
>
Επέστρεψε στο δωμάτιο της το μεσημέρι, το ταβερνάκι είχε πολύ κόσμο και δεν άντεχε να περιμένει ώρες για να παραγγείλει να φάει,ειχε μαζί της φρούτα,τα έβγαλε από το backpack της και ξεκίνησε να μασουλά διαβάζοντας τα άπαντα του Σεφέρη.
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, τον κλείνουν 2 μαύρες συμπληγάδες..λάτρευε τον τελευταίο στίχο του συγκεκριμένου ποιήματος αν και την έκανε να μελαγχολεί η αποδοχή της κατάστασης που περιέγραφε:σώματα που δεν ξέρουν πια πώς να αγαπήσουν.
Έσβησε το φως και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ήταν λογικά μεσάνυχτα.
«Θα σε λιώσω παλιοκούνουπο, θα σε συνθλίψω. Έλεος Θεέ μου, ούτε εδώ δεν μπορώ να ξεκουραστώ!» αναφώνησε.
«Ναι, κυρία Αγάπη ,συγγνώμη που σας ξυπνώ μέσα στα άγρια μεσάνυχτα όμως πρέπει να μου πείτε που υπάρχουν ταμπλέτες ή φιδάκια ή λοσιόν ή κάτι επιτέλους! Τι εννοείται δεν υπάρχουν; Δηλαδή είμαι βορά στα χέρια, εννοώ στα πόδια αυτών των αιμοσταγών με όλη τη σημασία της λέξης εντόμων;»
«Ναι, για σήμερα μπορώ να κάνω υπομονή αύριο όμως παρακαλώ μαζί με τις καινούριες πετσέτες να αφήσετε στο δωμάτιο μου και όλον τον αντικουνουπικό εξοπλισμό που μόλις σας ζήτησα »είπε σαφώς ενοχλημένη.Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα, όχι τόσο λόγω του κουνουπιού αλλά κυρίως επειδή ήταν εξοργισμένη και αρνιόταν να αποδεχτεί πως κάτι είχε καταστρέψει την πρώτη ημέρα που είχε καταφέρει να σπάσει τα δεσμά του έγγαμου βίου της και προσπαθούσε να απολαύσει την ελευθερία της.
Ευτυχώς τις επόμενες ημέρες και με τη χρήση των ταμπλετών κανένα κουνούπι δεν εμφανίστηκε.
Μέχρι την τελευταία πριν την επιστροφή της στην Αθήνα. Ήταν λυπημένη που οι διακοπές της είχαν τελειώσει αλλά συνάμα χαρούμενη που θα επέστρεφε για να δρομολογήσει τις διαδικασίες του επίσημου χωρισμού της από τον τέλειο πρώην άνδρα της.
Ο Αλέξανδρος ήξερε πάντα πώς να ανάψει το τζάκι χωρίς προσάναμμα, ή να αφαιρέσει τον τεράστιο κόκκινο λεκέ κρασιού από το πανάκριβο χαλί ή ακόμη και πώς να βγάλει τα τουβλάκια από το Jenga χωρίς να ρίξει τον Πύργο!
Ο Αλέξανδρος ήξερε τα πάντα, τα ήξερε με έναν τόσο ενοχλητικό τρόπο που σε έκανε να αδρανείς..δεν αντιδρούσες πια σε τίποτα γιατί ήξερες πως εκείνος guess what έχει γεννηθεί με μικροτσίπ στον εγκέφαλο που τον κάνει να τα ξέρει ΟΛΑ,ΟΛΑ ΟΛΑ!
«Ο τέλειος Αλέξανδρος που ήταν τόσο βαρετός μέσα στην τελειότητα του» ψιθύρισε.
Όχι θα έβρισκε μόνη της έναν τρόπο να εξοντώσει τον εισβολέα.
2 ώρες μετά και 3 κουνούπια νεκρά πάλευε να σκοτώσει το τελευταίο… θα ορκιζόταν πως αυτό το κουνούπι ήταν φτιαγμένο από κάποιο άλλο γενετικό υλικό, διαφορετικό των άλλων κουνουπιών με τρομερά αντανακλαστικά, ταχύτητα ανάλογη του σούπερ ήρωα Flash και ικανότητα να καταναλώνει 10 λίτρα αίμα το λεπτό!
Αναμφισβήτητα, αυτό το κουνούπι βρισκόταν εκεί για να της υπενθυμίσει πόσο τέλεια δεν ήταν… και πως αν ήταν εκεί ο Αλέξανδρος αυτό το γεμάτο αυθάδεια έντομο θα βρισκόταν τώρα λιωμένο μέσα σε μία χαρτοπετσέτα.
Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξέσπασε σε λυγμούς, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και έτρεξε με όλη της τη φόρα στη θάλασσα…
Έκλεισε τα μάτια της και καθώς βουτούσε μέσα στο νερό ανακάλεσε όλες εκείνες τις σημαντικές στιγμές που ο Αλέξανδρος ήταν δίπλα της… στην πρώτη της δίκη που έτρεμε σαν το ψάρι στο δικαστήριο και εκείνος είχε φροντίσει να παρευρίσκεται για να την εμψυχώσει ,στο νοσοκομείο όταν γεννούσε τη Τζένη που αν και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει της κρατούσε σφιχτά το χέρι για να της δώσει κουράγιο, ή όταν πέθανε αιφνίδια ο πατέρας της και εκείνος ανέλαβε να φέρει εις πέρας τα της τελετής ακόμη και αν δεν είχε ιδέα πώς να το κάνει.
Βγήκε από τη θάλασσα και έκατσε στην άμμο σε στάση ικεσίας με το κεφάλι στα χέρια της. Δεν ξεχώριζες πλέον αν στο πρόσωπο της κυλούσε νερό ή δάκρυα.
«Η τελειότητα του Αλέξανδρου απέρρεε από τη δική της ανικανότητα να ανταποκριθεί στις περιστάσεις. Εκείνη είχε μάθει να παραιτείται εύκολα και εκείνος είχε μάθει κάθε φορά να την πιάνει από το χέρι για να συνεχίζουν μαζί την κούρσα»
Μπήκε στο δωμάτιο της εξουθενωμένη και έψαξε στην τσάντα της να βρει το κινητό της.
«Κοιμάσαι; Πήρα να σου πω πως επιστρέφω αύριο το μεσημέρι, οπότε λογικά θα είμαι στο λιμάνι του Πειραιά γύρω στις 23:00.Θα μπορέσεις να έρθεις να με πάρεις; Τέλεια…. Καλό βράδυ και sorry αν σε ξύπνησα… Α! μου έλειψες καλέ μου…»
" σώματα που δεν ξέρουν πια πώς να αγαπήσουν. "
poso alitheia Erin.
telika ? pige ?
arxika sas euxaristw polu gia to support..xairomai pou diavazetai ta keimena mou kai sas aresoun 🙂
"σώματα που δεν ξέρουν πια πώς να αγαπήσουν. "
poso alitheia Erin."Dustuxws nai einai alitheia,o stixos tou Seferi einai pio epikairos apo pote…
me rwtas an pige o Alexandros na tin paralavei apo to limani…nai pige…
" polles eikones, polla kommatia, omws de vgainei agapi mou to puzzle " h' mipws sto telos vgike ?
eksairetiki douleia Erin
Να, λοιπόν, που κάποιες φορές χρειάζεται να δούμε τους εαυτούς μας από απόσταση για να καταλάβουμε το πραγματικό μέγεθός τους. Όσο ζούμε μέσα στο πρόβλημα, αυτό φαίνεται τεράστιο, πνίγοντας κάθε ίχνος λογικής και ψυχραιμίας. Ωραία γραφή.