23:00 η ώρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του στη Νέα Ερυθραία.
«Στην ώρα της», σκέφτηκε σε αντίθεση με πολλές άλλες γκόμενες που είχε γνωρίσει και τον έστηναν στα ραντεβού.
Μπορούσε να ακούσει τα βήματα από τα τακούνια της στην πόρτα. Ήταν ακριβά παπούτσια με λεπτό τακούνι. Ήλπιζε να είναι μαύρα.
Χτύπησε την πόρτα.
«Πέρασε μέσα.»
Στην πόρτα του υπνοδωματίου του εμφανίστηκε μια πολύ ψηλή γυναίκα. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα μάξι με χρυσό κρίκο στον έναν ώμο και μπεζ γόβες. Τα μαλλιά της κόκκινα, βαμμένα έπεφταν κάτω από τη μέση της. Ήταν άβαφη.
«Καλησπέρα, είμαι η Άλις. Χαίρομαι που σε γνωρίζω.»
Την πλησίασε αργά και πρόταξε το χέρι του.
«Κι εγώ», της απάντησε κοφτά. «Θες κάτι να σου ετοιμάσω να πιεις;»
Μια τεκίλα σκέτη του είπε και σήκωσε από το πάτωμα μια μεγάλη μαύρη τσάντα γυμναστηρίου.
Κάθισε δίπλα του στον καναπέ και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. Της την είχε σερβίρει σε χαμηλό ποτήρι κάτι που την εκνεύριζε αλλά δεν του είπε τίποτα.
«Ελπίζω να περάσουμε ωραία απόψε» του είπε και ήπιε άλλη μια γουλιά.
Εκείνος δεν είχε καμία διάθεση για συζήτηση. Δεν τον ενδιέφερε να μάθει, γιατί το κάνει, πόσα χρόνια το κάνει, που μένει, πότε ήρθε από τη Ρωσία και άλλες ηλίθιες λεπτομέρειες.
«Ποια Ρωσία, Ελληνίδα είναι. Ακούς εκεί Άλις, Αλίκη, κοπέλα μου»
Την έκανε γύρω στα 25. Είχε ελάχιστες ρυτίδες έκφρασης γύρω από το στόμα και αυτό τον έκανε να συμπεράνει πως δε χαμογελούσε τόσο συχνά.
«Θέλω να κάνω ένα ντους και να ετοιμαστώ.»
Της έδειξε με τα μάτια την πόρτα που οδηγούσε στο μπάνιο.
Την είχε κλείσει για όλο το βράδυ. 1500 ευρώ. Του την είχε συστήσει ένας κολλητός του που δεν είχε αφήσει μοντέλο για μοντέλο απήδηχτο.
« Η γκόμενα, ρε φίλε, αντέχει τα πάντα. Γουστάρει ξύλο, toys, εξευτελισμό, καντην ό,τι γουστάρεις.»
Είπε να το δοκιμάσει. Τα τελευταία 3 χρόνια που ήταν χωρισμένος είχε πάει με αρκετές βίζιτες. Αυτό που του άρεσε στο πληρωμένο σεξ ήταν η αποστασιοποίηση που προκαλούσε.
Ακόμη κι αν βρισκόταν μέσα σε μια γυναίκα, δε θα δενόταν ποτέ μαζί της γιατί εκείνη του προσέφερε απλά μια υπηρεσία και τίποτα περισσότερο.
Κι αυτό για εκείνον ήταν άκρως ανακουφιστικό, ιδιαίτερα μετά από 12 χρόνια γάμου που έληξαν με την ατάκα « σου έδωσα όσα είχα και εσύ με ρήμαξες».
Βγήκε από το μπάνιο του, φορώντας μια δερμάτινη λάτεξ στολή με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Ήταν πλέον βαμμένη, με πολύ έντονη μαύρη σκιά στα γατίσια μάτια της και κατακόκκινο κραγιόν. Τον χάλασε που είχε βάλει πολύ περίγραμμα χειλιών για να κάνει τα χείλη της να φαίνονται μεγαλύτερα.
Του άρεσαν πολύ τα λάτεξ. Μέσα σε ένα catsuit όλες οι γυναίκες είναι ίδιες, όπως συνήθιζε να λέει στην παρέα των κολλητών του.
Τα γυναικεία κορμιά φαντάζουν τόσο αψεγάδιαστα μέσα στην μαύρη στολή. Επιπλέον, το λάτεξ του δημιουργούσε την απόσταση που επιζητούσε. Δε θα έβλεπε ποτέ το χρώμα των θηλών της, ή το σχήμα του αφαλού της. Μόνο δυο τρύπες.
Κι απόψε το βράδυ ήταν το μόνο που αποζητούσε.
«Θέλει να βάλω και την μάσκα ή να μείνω έτσι:»
«Φόρεσέ την και γονάτισε. Με τα γόνατα σου έλα κοντά μου και τρίψου στα πόδια μου.»
Τον πλησίασε και άρχισε να τρίβεται γύρω του. Πλησίασε το πρόσωπο της κοντά στα σκέλια του και τον κοίταξε.
«Κύριε, μπορώ;»
Της έγνεψε καταφατικά κι εκείνη άρχισε να τον παίρνει στο στόμα της.
Την κοιτούσε, τόσο προσηλωμένη και σέξι, μια εργάτρια, έτοιμη να τον ικανοποιήσει με τα όμορφα της κόκκινα χείλη, με το πρόθυμο της στόμα κι όμως τζίφος.
Δεν είχε στύση.
«Σήκω αργά και στήσου στον τοίχο.»
Την είχε αφήσει όρθια 15 λεπτά. Ένιωθε μέσα της μια αμηχανία, που έδωσε τη θέση της σε απορία για το τι θα γινόταν μετά.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, ακόμη ντυμένος στο ακριβό του παντελόνι με το κατεβασμένο φερμουάρ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν διάφορα πολύχρωμα ερωτικά βοηθήματα. Δονητές, μαστίγια, nipple chains, σκοινιά.
Κοπανούσε τα πόδια του στο πάτωμα καθώς την πλησίαζε. Κόλλησε το σώμα του επάνω της και άρχισε να παίζει με το δονητή να παίζει με τις τρύπες της.
Με σχετική μανία τη γαμούσε με έναν μπλε δονητή και εκείνη δεν έβγαζε το παραμικρό βογκητό.
Δεν της άρεσε ο πόνος αλλά είχε μάθει να τον διαχειρίζεται. Άλλωστε τα πολλά λεφτά βρίσκονταν στα s/m games. Όταν πονούσε πολύ σκεφτόταν από μέσα της την πρωταγωνίστρια του ρέκβιεμ για ένα όνειρο σε εμβρυακή στάση στο τέλος του έργου που κρατούσε τα λεφτά και αποκοιμιόταν.
Κάπως έτσι κι εκείνη. Όχι επειδή είχε ανάγκη αλλά επειδή γούσταρε τη μεγάλη ζωή, τις πανάκριβες τσάντες και τα ακριβά εστιατόρια.
Τις περισσότερες φορές όπως τώρα είχε το ρόλο του θύματος. Ίσως και να έφταιγε το κουκλίστικο πρόσωπο της με την αψεγάδιαστη επιδερμίδα και τα γκρι της μάτια. Υπήρχε μια ανάγκη στους ανθρώπους να τσακίζουν κάτι όμορφο και αδύναμο.
«Καλύτερα, τουλάχιστον δεν την πληρώνουν οι έρμες οι κοπέλες τους.»
Εξακολουθούσε να μην του σηκώνεται. Την έβαλε πάλι να τον γλείψει, μετά την είχε μια ώρα « τιμωρημένη» με mouth gag στο στόμα να κοιτάει το πάτωμα σα ντόμπερμαν που πρέπει να το μάθεις να μην επιτίθεται σε περαστικούς στο άλσος της γειτονιάς.
Την χτύπησε πολύ, σε σημείο που ένιωθε το ιδρωμένο από το σώμα της λάτεξ πάνω στο χέρι του. Την κακοποιούσε λεκτικά και σωματικά και όμως η στύση του δεν έλεγε να τον ακολουθήσει.
«Άψυχο πλάσμα, δεν μπορείς με τίποτα να με καυλώσεις. Ντύσου και φύγε.»
Εκείνη σηκώθηκε και με μικρά βήματα κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Εκείνος εξοργισμένος κοιτούσε μια το πουλί του που τον είχε πανηγυρικά προδώσει και μια το Φιλί του Κλιμτ στον τοίχο ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι του.
Ό,τι του είχε αφήσει η πρώην του. Το είχε ζωγραφίσει και του το είχε δώσει ως δώρο στην πρώτη τους επέτειο. Η μόνη διαφορά με τον αυθεντικό πίνακα ήταν πως αντί για χρυσό εκείνη είχε χρησιμοποιήσει κόκκινο χρώμα.
«Γιατί η δική μας Εδέμ, δεν είναι ξενέρωτη όπως των Πρωτόπλαστων αλλά μέσα στην καύλα.»
Βγήκε από το μπάνιο, με το ίδιο λευκό φόρεμα και τα μαλλιά της λυτά. Στο πρόσωπο της μπορούσες να δεις ίχνη από τη μάσκαρα κάτω από τα μάτια της και μικρές στάλες ιδρώτα δίπλα από το αυτί της.
«Εγώ, ε, έχεις συνεννοηθεί με το γραφείο για την πληρωμή μου. Θα φύγω.»
Άγγιξε αμήχανα με το αριστερό χέρι της τα μαλλιά της και εκείνος κατάφερε να παρατηρήσει τις μελανιές στα μπράτσα της.
«Βγάλε το φόρεμα σου.»
«Πρέπει να φύγω, ο χρόνος μας έχει σχεδόν τελειώσει.»
«Βγάλε το φόρεμα σου.»
Τον άκουσε και πέταξε από πάνω της το ρούχο με κάπως άχαρες κινήσεις.
Την κοίταζε, τα διάφορα σημάδια των πελατών της πάνω της έκαναν το σώμα της να μοιάζει με ένα υπέροχο μωσαϊκό. Το πάντρεμα όλων αυτών των διαφορετικών μελανιών, άλλων πιο σκούρων άλλων πιο μικρών, τον ερέθιζε.
Είχε μπροστά του έναν ανθρώπινο καμβά, ολότελα δικό του για να τον θαυμάσει κι αυτό του προκαλούσε έκσταση.
Την πλησίασε και αγγίζοντας ένα ένα τα σημάδια της προσπάθησε να νιώσει τον πόνο που την είχαν προκαλέσει όλοι αυτοί οι άνδρες που είχαν περάσει τα βράδια τους μαζί της.
«Ξάπλωσε στο κρεβάτι, θέλω να σε γαμήσω.»