«Πες μου, μ’ αγαπάς;»
«Χρήστο μ’ ακούς;»
Την είχε γνωρίσει πριν 13 μήνες.
«Στα γιαούρτια», όπως συνήθιζε να εξηγεί εκείνη.
Είχαν πράγματι γνωριστεί μπροστά από το ψυγείο με τα γαλακτοκομικά.
Εκείνη ,συνεπής στο Σαββατιάτικο ραντεβού της με το σουπερμάρκετ, οπλίστηκε με τη λίστα της και ξεχύθηκε στους διαδρόμους του Βασιλόπουλου έτοιμη να κάνει τα ψώνια της σα χαρωπή νοικοκυρά.
Εκείνος πάλι σιχαινόταν τα ψώνια, μα το βράδυ έπαιζε η Μπάρτσα και έπρεπε να εφοδιαστεί με μπίρες και ξηρούς καρπούς για το ματς.
Καθώς κατευθυνόταν προς το ταμείο, περνώντας μπροστά από τα γιαούρτια 1% την είδε.
Φορούσε ένα ροζ ξεφτισμένο σορτσάκι που κάλυπτε μόνο τα προφανή, ένα λευκό t-shirt,είχε τα κόκκινα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και «πάλευε» να φτάσει κάτι.
«Χρειάζεσαι βοήθεια» τη ρώτησε ενώ εκείνη είχε χώσει το χέρι της βαθιά μέσα στο ψυγείο.
«Ξέρεις, έξω έξω βάζουν αυτά που λήγουν νωρίτερα. Ψάχνω να βρω κάποιο να λήγει μετά τις 20 Ιουνίου».
«Ναι ,το ξέρω», της απάντησε μα δεν κατάφερε να πείσει ούτε τον εαυτό του.
«Εύρηκα» του είπε απαστράπτουσα και σήκωσε με το χέρι της ένα κεσεδάκι που έληγε στις 25 Ιουνίου σα να ήταν πολυπόθητο τρόπαιο.
«Σε ευχαριστώ για το support»,του φώναξε ενώ κατευθυνόταν προς το ταμείο.
Εκείνος έτρεξε να πληρώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έπειτα πήγε και κοντοστάθηκε έξω απο το κατάστημα,δίπλα στα καρότσια περιμένοντας τη να βγεί.
Αργούσε.
«Μα καλά έχει κι άλλη έξοδο;» διερωτήθηκε.
Τότε την είδε να βγαίνει και να προχωρά προς το μέρος του.
«Ξέρεις, εγώ, έλεγα, αν θέλεις..»,τραύλισε.
«Καθυστέρησα να βγω γιατί έψαχνα να βρω σε ολόκληρο σουπερμάρκετ ένα στυλό για να σου γράψω στο χαρτί το τηλέφωνο μου.» του απάντησε εκείνη δίνοντας του ένα post it.
«Τηλεφώνησε μου μέσα στην εβδομάδα. Δεν έχω τίποτα να κάνω το άλλο Σάββατο».
Αυτή την ιστορία της γνωριμίας τους η Έμυ δε χόρταινε να την αφηγείται σε φίλους και γνωστούς.
13 μήνες τώρα δεν είχε ανακύψει κανένα πρόβλημα στη σχέση τους.
Περνούσαν μαζί τα Σαββατοκύριακα μιας και τις καθημερινές δούλευαν και οι δυο.
Εκείνος ήταν τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Είχε εμμονή με την τεχνολογία. Αγόραζε μανιωδώς οποιοδήποτε νέο gadget κυκλοφορούσε. Έφτιαχνε με δικά του parts το tower του υπολογιστή του και κυκλοφορούσε με το πανάκριβο smartphone του. Ήταν ένα tech-freak κάτι που σύναδε με το παρουσιαστικό του. Του άρεσε να κυκλοφορεί με φόρμες, αθλητικά και τεράστια πολυχρωμα ακουστικά στα αυτιά.
Η μητέρα της τον αποκαλούσε λέτσο. Εκείνος κάθε φορά γελούσε στο άκουσμα αυτού του χαρακτηρισμού.
Εκείνη πάλι με την τεχνολογία είχε κάκιστες σχέσεις. Το κινητό της ήταν προπολεμικό και το laptop της έκανε περίεργους ήχους κάθε φορά που το άνοιγε.
Είχε το δικό της κατάστημα με οπτικά αν και αν την άφηνες να σου μιλήσει θα σου έλεγε πως το όνειρο της ήταν να γίνει ζωγράφος.
13 μήνες τώρα είχαν βρει μια πατέντα ώστε να είναι μαζί χωρίς να παραβιάζει ο ένας την ανάγκη του άλλου για ιδιωτικότητα.
Εκείνος πήγαινε με τα φιλαράκια του για ψαροντούφεκο στην Εύβοια ενώ εκείνη κάθε τόσο κανόνιζε εξόδους με τις κολλητές της.
Το σεξ μεταξύ τους ήταν πολύ καλό ενώ και η συμβίωση τους ήταν χωρίς εντάσεις και προβλήματα (αν εξαιρέσει βέβαια κανείς το γεγονός πως η Έμυ ήταν κάκιστη μαγείρισσα).
Βρισκόταν από πάνω του. Βρισκόταν γυμνή από πάνω του και του έκανε αυτή την ερώτηση για πρώτη φορά.
Όπως την έβλεπε στο ημίφως, αέρινη γυμνή με τα κόκκινα μαλλιά της να καλύπτουν το στήθος της ήταν έτοιμος να εκστομίσει ναι, χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Μωρό μου, μ’ αγαπάς;»τον ξαναρώτησε εκείνη.
Σκέφτηκε τη ζωή του μαζί της.
Υπέροχες ποδηλατάδες στο Παλαιό Φάληρο,απογεύματα που θα κάθονται να ακούν Cash και Priestley.Ταξίδια σε Λατινική Αμερική και Ινδία,ατελείωτα βράδια με φίλους στο σπίτι τραγουδώντας καραόκε και παίζοντας buzz.
Κ’υστερα ο ερχομός της μιας και μοναδικής κόρης τους.Θα της έδινε το όνομα της μητέρας του αν και θα ήταν ίδια η αγαπημένη του Έμυ.Θα την έγραφε σε ομάδα ποδοσφαίρου.Η Έμυ στην αρχή θα φώναζε μα μετά θα το συνήθιζε και θα πήγαινε να τη δει στους αγώνες.Στις διακοπές τους θα πήγαιναν όλοι μαζί camping και τον ελεύθερο χρόνο τους θα έφτιαχναν puzzle.Θα ήταν ευτυχισμένοι.
«Μα και βέβαια σ’αγαπώ.Είσαι η γυναίκα της ζωής μου.»,ήταν έτοιμος να της ψιθυρίσει.
Μα η συνειδητοποίηση αυτής της πρότασης τον τρόμαξε.
Ήταν έτοιμος να ψελλίσει σ’αγαπώ όταν τη φαντάστηκε σε 3 χρόνια στα 30 της. Να τον πιέζει να παντρευτούν. Να τον έχει αποκόψει από τα φιλαράκια του.Να επιμένει να συγκατοικήσουν. Να επιστρατεύει κλάματα και ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες για να καταφέρει να πετύχει το στόχο της.
Μετά τη σκέφτηκε στα 36 της. Ελαφρώς πιο παχιά, να τον υποδέχεται στο σπίτι τους. Να του μιλά για τη δουλειά της χρησιμοποιώντας κάθε φορά ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Να έχει εμμονή με την καθαριότητα και να τον κατηγορεί κάθε τόσο για εκείνο το μωρό που δεν θέλησε να κρατήσουν όταν ήταν 30.
Στα 40 της το μόνο που θα τη νοιάζει είναι να πετύχει η εξωσωματική. Και όταν επιτέλους μείνει έγκυος και γεννήσει θα ασχολείται μόνο με το παιδί κι αυτός θα είναι απλά μια λεπτομέρεια μέσα στο σπίτι. Η σεξουαλική τους ζωή θα είναι ανύπαρκτη κι εκείνος θα αναγκαστεί να αρχίσει να την απατά προκειμένου να περισώσει τα τελευταία ψήγματα ανδρισμού του.
Στα 45 της, θα είναι μια άλλη γυναίκα. Μονόχνοτη, αντιερωτική η οποία θα βρίσκει τα πάντα ενοχλητικά. Θα αναγκαστεί να της ζητήσει να χωρίσουν και θα πληρώνει για τα επόμενα 15 χρόνια διατροφή. Δε θα ξαναπαντρευτεί ποτέ ξανά και θα βγαίνει μόνο με εικοσιπεντάρες μιας χρήσης.
Είχε μπροστά του μια γυναίκα που ποθούσε όσο καμιά άλλη. Κ’όμως φοβήθηκε πως σε λίγο καιρό θα μεταμορφωνόταν σε ένα πλάσμα που θα του έκλεβε την ελευθερία του.
Την κοίταξε στα μάτια με φόβο και φώναξε.
«Όχι,δε σ’αγαπώ.»
Μαριάννα, όμορφο, ρεαλιστικό, σύντομο και περιεκτικό. Και εννίοτε βγαλμένο μέσα από τη ζωή! Μια ιστορία αγάπης που -τουλάχιστον στο σημείο που τελειώνει το κείμενο- δεν έχει την κλασική, αναμενόμενη κατάληξη.
Ευχαριστούμε!
Σε ευχαριστώ πολύ για τα ευγενή σου σχόλια.Ναι,το θεμιτό θα ήταν να υπάρξει αίσια κατάληξη,άλλωστε σε μια τέτοια περίπτωση το πιο πιθανό θα ήταν ο “ήρωας” να δείλιαζε να πει “δε σ´αγαπω”.Μας τα χάλασε ο Χρήστος και οι φόβοι του.
Πόσες φορές ο φόβος μπαίνει στη μέση και χαλάει τα πάντα;…..
Το ξέρω.
Το χω κάνει και γω……..
Σερενάτα μου, λένε κάποιοι πως οι μεγαλύτεροι έρωτες θυσιάζονται στο βωμό του φόβου.Ίσως και να έχουν δίκιο…