Λοιπόν, γρήγορα ο κλισέ πρόλογος.
Όλοι έγραψαν μια κριτική για το Μικρά Αγγλία της Καρυστιάνη και του Βούλγαρη.
Το είδα χτες στο Παλάς με τον Πάνο.Εκείνος δεν έκλαψε καθόλου-θα έφταιγε το red bull του ή οι καραμέλες μου peppermint.Ή μπορεί απλά να έκλαψε και να μην τον είδα.
Plot, the way i care about:
Η Όρσα αγαπάει το Σπύρο (κι ο Σπύρος αγαπάει την Όρσα) αλλα ο Σπύρος θα παντρευτεί την αδελφή της Όρσας,τη Μόσχα.Χρόνια στο ίδιο σπίτι ώσπου μια μέρα πηδιούνται στα βράχια και εκείνος γράφει ένα sos στο στήθος της.Ο Σπύρος πεθαίνει,θαλασσοπνίγεται,ναυτικός γαρ και η Όρσα που τόσα χρόνια δεν είχε εξωτερικεύσει ποτέ τα συναισθήματα της, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Σπύρου,ξεσπά και σε κατάσταση τρέλας,δακρύων και υστερίας φωνάζει “Αγάπη μου.Σπύρο”.
θα μείνω λίγο εδώ.
Η Όρσα πονάει.Η λέξη πονάει είναι μεγάλη λέξη.Η Όρσα πονούσε 15 χρόνια που της στέρησαν τον Σπύρο.Θα μου πεις γυναίκα ναυτικού είναι,ξέρει απο απουσίες και απώλειες.Αλλα, είχε συνηθίσει.Άλλωστε ακόμη κι αν δεν τον είχε, μπορούσε να τον βλέπει.
The least,”αρκεί να σε κοιτώ”.
Όμως και στον πόνο,ξέρεις, υπάρχει διαβάθμιση.Μαθαίνουμε να πονάμε ως ένα βαθμό.Εκπαιδευόμαστε στην απουσία μέχρι ένα σημείο.Μετά, καταρρέουμε.Και η Όρσα.
Δεν μπορεί άλλο πόνο καταλαβαίνεις.Δεν αντέχει άλλο πόνο αυτός ο άνθρωπος,πρέπει να βγει απο τα μάτια τα ρουθούνια τα χείλη, πρέπει να βγει ο πόνος και να γίνει 2 λέξεις.Δυο λέξεις κι ένας άνθρωπος.
Πόνος 15 ετών σε 2 λέξεις κι έναν άνθρωπο.
Κάτσε να σου πω.
Δεν ήταν η αγαπημένη μου ταινία απο Βούλγαρη.Τον παρακολουθώ,τον εκτιμώ και τη γούσταρα την ταινία ναι.Σε σημεία όμως θεωρώ πως ήταν απλα διεκπεραιωτική.Και επίση δε μας έδειξαν ποτέ-όσο θα ήθελα έστω-την άλλη πλευρά να ξεσπά,ψιλοκομπαρσάκος συναισθηματικά ο Σπύρος.Αλλα υπήρχαν σκηνοθετικά κάποιες σκηνές που και κινηματογραφικά στούρνος να είσαι δεν μπορείς να τις παραβλέψεις.Όπως ο αποχωρισμός της Ανχελίτα στον μπαμπά ναυτικό, ή η στιγμή που η Όρσα και ο Σπύρος ανεβαίνουν τα σκαλιά ή τέλος το ουρλιαχτό της Όρσας.
Δεν το περιμένεις.Ένα μιξ δακρύων και κραυγών απο τη Μόσχα θα ήταν αναμενόμενο ή ίσως μια γενικότερη μαυρίλα και αναστεναγμοί σε όλο το δωμάτιο.Αλλά μια γυναίκα, που σε όλη την ταινία τη βλέπεις να πενθεί σιωπηλά και το μόνο που κάνει είναι να γεννάει και να καταπιέζεται, δεν περιμένεις να τη δεις έτσι.
Και τη βλέπεις έτσι γιατί πια δεν τη νοιάζει.Δεν έχει πλέον τίποτα άλλο να χάσει.There’s nothing left.
Τον αγαπάω τον ανθρώπινο πόνο και κάθε φορά που τον αντικρύζω νιώθω την ανάγκη να αποτίσω φόρο τιμής.Θέλει guts να πονάς.Και να αγαπάς.
Και κάπου εδώ γιαγιά Μαρία,που κάθε φορά που με βλέπεις να υπερβάλλω για έρωτες μου λες με ύφος σεμι-ειρωνικό σεμι-παρηγορητικο πως απο αγάπη κανείς δεν πέθανε, σε ενημερώνω πως πέφτεις έξω.
Πολύ όμορφο κείμενο. Ας μην έχω δει την ταινία (και ούτε θα τη δω μάλλον)