Μια σκατένια ημέρα.
“Κόλλησε το φωτοτυπικό μπορείς να το φτιάξεις; το τηλέφωνο που παραγγέλνουμε σουβλάκια το θυμάσαι απ’έξω;”
Η μακέτα είναι χάλια, στείλε τα δελτία τύπου, βρέχει και φοράω σουέντ μποτάκια, δεν έχω ομπρέλα, πότε επιτέλους θα γίνει η μεταβίβαση, οι φίλοι μου δε σηκώνουν το τηλέφωνο,όχι μαμά δε θα έρθω για φαγητό την Κυριακή, αύριο ταξιδεύω και δεν έχω πλυμένα ρούχα, τα εισιτήρια μου που τα έχω βάλει, έχω ημικρανία και πονάει η πλάτη μου, το σπίτι θέλει σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, πέταμα και η ανάσα μου αρχίζει να γίνεται πιο γρήγορη, τα μάτια μου πιο υγρά, 77 σκέψεις το λεπτό, 78, 79, 80, 90, 100,
-περίμενε-
απόψε το βράδυ που θα μπω στο σπίτι θα αντικρύσω εσένα να βγάζεις το λευκό σου πουκάμισο με τις μικρές στάμπες ιδρώτα στις μασχάλες, να κυκλοφορείς ημίγυμνος στο διάδρομο φορώντας το γκρι σου σλιπάκι,να αγγίζεις τα μαλλιά σου με το αριστερό χέρι, να ανάβεις τσιγάρο στην κουζίνα χαζεύοντας τη θέα και να μου λες να έρθω κοντά σου να με αγκαλιάσεις.
Αλήθεια σου λέω έχω μια σκατένια ημέρα.
Aλλά όταν μου πεις να έρθω κοντά σου όλα τα ανάποδα και τα λιγότερο σημαντικά θα δώσουν τη θέση τους στο φως σου.