Η βαλίτσα
Έβαλε και τα τελευταία της ρούχα στη βαλίτσα. Τη μεταξωτή μπεζ φούστα και το λευκό της αμάνικο φόρεμα.Στρίμωξε στο πλάι την ηλεκτρική της οδοντόβουρτσα μαζί με τον φορτιστή καθώς και το οδοντικό νήμα με τα βουρτσάκια μεσοδοντίων.
Έπιασε τα φερμουάρ και από τις δύο πλευρές και προσπάθησε να την κλείσει.
Μάταια.
Άρχισε να εκνευρίζεται. Προσπάθησε πάλι μα το μόνο που κατάφερε ήταν να καταστρέψει το γαλλικό μανικιούρ της για το οποίο είχε πληρώσει 55 ευρώ σε salon de beaute του Κολωνακίου.
«Διάολε, και το αεροπλάνο φεύγει σε 2 ώρες. Βιάσου Ειρήνη. Δε θα προλάβεις», μονολόγησε.
Θα ταξίδευε να συναντήσει τον Μάκη. Είχαν γνωριστεί πριν 3 μήνες. Εκείνη είχε το δικό της κατάστημα με υποδήματα. Της το είχε αφήσει παρακαταθήκη ο πατέρας της που δε ζούσε πια. Κάποτε έβγαζε πολλά άλλα πλέον περνούσαν μέρες χωρίς να κάνει τζίρο 20 ευρώ.
Τον Μάκη τον είχε γνωρίσει στο μαγαζί. Είχε κατέβει για προσωπικές του υποθέσεις από το Βόλο όπου διέμενε μόνιμα και έψαχνε να βρει ένα ζευγάρι παπούτσια να αγοράσει για την τότε αγαπημένη του. Η αναζήτηση τον έφερε στο μαγαζί της Ειρήνης όπου και την ερωτεύτηκε σφόδρα με αποτέλεσμα να χωρίσει την επι 5 έτη κοπέλα του για να είναι μαζί της.
Είχαν ανταμωθεί όλες κ’ όλες 2 φορές. Και τις 2 εκείνος είχε κατέβει Αθήνα να τη δει. Και τώρα εκείνος της είχε προτείνει να ανέβει στο Βόλο για να περάσουν μαζί ένα ρομαντικό πενθήμερο.
«Κλείσε καλή μου βαλίτσα, κλείσε και σου υπόσχομαι πως δε θα σε πετάξω στον Παγασητικό κόλπο όταν φτάσουμε στο Βόλο! Θα στη χαρίσω»
Έκατσε πάνω στη βαλίτσα και άρχισε να χοροπηδά χρησιμοποιώντας όλη της τη δύναμη. Χοροπηδούσε πάνω της και κάθε φορά τρανταζόταν λες και ήταν πάνω σε τραμπολίνο.
«ΘΑ ΚΛΕΙΣΕΙΣ» ούρλιαξε μα έτσι όπως χοροπήδησε το αριστερό της πόδι μπλέχτηκε στα σεντόνια με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της και να προσγειωθεί φαρδιά πλατιά στο πάτωμα.
Ξέσπασε σε γέλια.
«Αμάν, δε γίνεται να ταξιδέψω μια φορά χωρίς να αυτοτραυματιστώ;» σκέφτηκε και θυμήθηκε τότε που είχε πιαστεί το βραχιόλι της στις βαλίτσες που ετοίμαζε για την Αυστρία με αποτέλεσμα να αποκτήσει μια τεράστια καφέ-μωβ μελανιά στον καρπό της.
Θα πήγαινε να συναντήσει τον πρώην της τον Βαγγέλη. Ήταν 22 όταν είχαν πρωτοξεκινήσει τη σχέση τους. Έμειναν μαζί για 1 χρόνο όταν εκείνος ένα βράδυ της είχε ανακοινώσει πως ήταν ερωτευμένος με την κολλητή της, την Κατερίνα.3 μήνες μετά επέστρεψε μετανιωμένος στην Ειρήνη. Δυστυχώς βέβαια λίγες εβδομάδες αργότερα έφυγε για το μεταπτυχιακό του στη Βιέννη. Είχε να τον δει αρκετούς μήνες όταν αποφάσισε να πάει να τον επισκεφτεί για ένα τετραήμερο τις ημέρες των Χριστουγέννων.
Εκείνος την υποδέχτηκε γεμάτος θέρμη και η Ειρήνη ένιωθε πως ήταν οι πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής της.
Θυμήθηκε τα γέλια που έριχναν στο μετρό όταν εκείνη διακωμωδούσε τα ονόματα των σταθμών.«Herrengasse, Burggasse, Rochusgasse.Έλεος πια με το γκάσε! Καμία πρωτοτυπία αυτοί οι άνθρωποι, τίποτα!»
Ή τότε που επισκέφτηκαν τον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου στην Στέφανσπλατζ. Θυμόταν το δέος που ένιωσε όταν μπήκε σε αυτό το επιβλητικό οικοδόμημα γοτθικού ρυθμού που το κατέκλυζε το φως. Είχε μείνει ώρες να το χαζεύει.
«Άνθρωποι να το έφτιαξαν ή Θεοί;» τον είχε ρωτήσει.
«Άνθρωποι μωρό μου, της απάντησε εκείνος. Θεοί έφτιαξαν εσένα»
Πάντα υπερβολικός ήταν ο Βαγγέλης. Μα κι εκείνη λάτρευε τα μεγάλα λόγια. Να τα λέει και να τ’ ακούει.
Πέρναγαν τις ημέρες τους επισκεπτόμενοι μουσεία (το αγαπημένος της ήταν το μουσείο βασανιστηρίων όπου και τον ανάγκασε να βγει φωτογραφία αγκαλιά με μια γκιλοτίνα) , τρώγοντας βραστά λουκάνικα από κιόσκια στο δρόμο και πίνοντας gluhwine-αν και εκείνη δε γούσταρε το ζεστό κρασί-απολαμβάνοντας cappuccino σε βιενέζικα καφέ και αγοράζοντας σοκολατάκια Mozart.
Την τελευταία ημέρα παραμονής της στη Βιέννη και ενώ εκείνος είχε βγει να αγοράσει τα αγαπημένα της κρουασάν βουτύρου της μπήκε η ιδέα να ψάξει το κινητό του.
“Αγάπη μου, πότε σκοπεύεις να της το πεις πως είμαστε και πάλι μαζί; Και πότε επιτέλους θα φύγει από την Αυστρία; Περιμένω πως και πώς να σε δω. Μου έχεις λείψει.”
Θυμόταν ακόμη το μήνυμα. Κάθε του λέξη.
Την υπόλοιπη ημέρα και μέχρι την επιβίβαση της στο αεροπλάνο της επιστροφής δεν του είπε τίποτα. Υποκρινόταν πως όλα ήταν υπέροχα και πως θα αντάμωναν και πάλι σύντομα.
Δεν του είπε ποτέ τίποτα. Δεν επεδίωξε να πάρει απαντήσεις. Δεν ήθελε να τον κάνει να απολογηθεί, ούτε καν να τον βρίσει. Απλά τον διέγραψε. Δεν του ξαναμίλησε ποτέ, έσβησε τα μηνύματα του, έβαλε φραγή στο κινητό της, τον έκανε block σε skype και msn.
«Χαζή, τι τα θυμήθηκες τώρα αυτά. Όχι απλά περσινά, τετραετίας ξινά σταφύλια. Άντε τώρα να φτιάξεις τη βαλίτσα σου».
Άρπαξε τη φωτογραφική της από το κομοδίνο.
«Παραλίγο και θα σε ξέχναγα εσένα.»
Έστριψε ένα τσιγάρο, άφιλτρο γιατί μέσα στον πανικό που επικρατούσε στο σπίτι της αδυνατούσε να βρει το κουτάκι των Swan.
Κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα και τράβηξε μια βαθιά τζούρα. Κοίταξε την ντελικάτη Louis Vuitton βαλίτσα της. Ήταν αυθεντική, της την είχε αγοράσει η μητέρα της δώρο στα 20 της γενέθλια.
«Γιατί κόρη μου, ακόμη κ’ αν σε φάνε τα αεροδρόμια πρέπει να διατηρείς πάντα ένα class”.
Η μητέρα της, ήταν μια γυναίκα κοσμογυρισμένη. Αεροσυνοδός στα νιάτα της. Είχε δεί πολλά και κυρίως είχε γνωρίσει πολλούς. Λάτρευε την καλή ζωή και την πολυτέλεια και ήθελε το συγκεκριμένο lifestyle να το περάσει και στην κόρη της.
«Α, ρε μάνα αν έβλεπες πως μεταχειρίζομαι το δώρο σου θα με σκυλόβριζες κι εσύ και το διεθνές jet set!”
Γέλασε με τη σκέψη και τράβηξε άλλη μια τζούρα.
Η βαλίτσα της ήταν στραπατσαρισμένη. Τα δερμάτινα λουράκια είχαν ξεφτίσει και τα δοντάκια του φερμουάρ σε κάποια σημεία είχαν σπάσει.
«Αχ, καημένη, φέρεις τα τραύματα της Ιταλίας κ’ εσύ».
Ανακάλεσε στη μνήμη της τον Λάμπρο. Τον είχε γνωρίσει μέσω μιας online πλατφόρμας γνωριμιών. Συνομιλούσαν για ένα εξάμηνο σχεδόν όταν εκείνος την προσκάλεσε να τον επισκεφτεί στο εξοχικό του στη Ρώμη.Ο Λάμπρος ήταν μπασταρδάκι όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί η Ειρήνη. Μητέρα Ιταλίδα, πατέρας Έλληνας.Είχαν γνωριστεί στα μαθήματα hatha yoga στο γυμναστήριο. Εκείνη μόλις και μετά βίας μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της μετά το πρώτο μάθημα.Εκείνος πάλι κατάφερνε να σπάει το κορμί του με εξαιρετική ευκολία. Οι κινήσεις του κατά τη διάρκεια του μαθήματος ήταν γεμάτες ρυθμό και αρμονία.Είχε τελειώσει γυμναστική ακαδημία. Είχε διοριστεί σε ένα σχολείο στο Αιγάλεω ενώ τις υπόλοιπες ώρες έκανε tae bo.Τα καλοκαίρια του τα περνούσε στην αιώνια πόλη.
«Τη σιχαίνομαι τη yoga, Λάμπρο.»
«Κ’ όμως ξέρεις πόσο πολύ σε βοηθά στο σεξ;» της απάντησε κλείνοντας της πονηρά το μάτι.
Στους μήνες που ακολούθησαν η Ειρήνη μπορεί να μην έμαθε τις ευεργετικές ιδιότητες της yoga,έμαθε όμως πως είναι να κάνεις σεξ. Πολύ και καλό σεξ.
Με τον Λάμπρο βίωνε την απόλυτη σεξουαλική απελευθέρωση. Δοκίμαζε μαζί του πράγματα που δεν πίστευε ποτέ πως θα της προσέφεραν ηδονή. Οι ερωτικές τους συνευρέσεις χαρακτηρίζονταν από ένα ατελείωτο role play.Άλλοτε υποδυόταν τη σέξι νοσοκόμα κ’ άλλοτε τη μαθητριούλα που την ξελόγιασε ο καθηγητής των μαθηματικών.
Θυμήθηκε που έφτασε στο Φιουμιτσίνο μεσημέρι Δευτέρας. Την υποδέχτηκε ο Λάμπρος εγκάρδια. Η θερμοκρασία ήταν στους 42 βαθμούς Κελσίου.
Πήγαν και άφησαν τα πράγματα στο σπίτι του, έκαναν σεξ στο ντους και ξεχύθηκαν στα δρομάκια της Ρώμης.
Επισκέφτηκαν το Κολοσσαίο, το οποίο η Ειρήνη δε βρήκε και τόσο εντυπωσιακό. Έριξαν τα κέρματα τους στη Φοντάνα ντι Τρέβι με την υπόσχεση να επιστρέψουν και πάλι εκεί του χρόνου.
«Αύριο θα σε πάω να δεις την Καπέλα Σιξτίνα, μπέλα μου» της είπε και της έδωσε ένα άγαρμπο φιλί στα χείλη.
Η Ειρήνη λάτρευε τον Μιχαήλ Άγγελο. Στο δωμάτιο της είχε από τα 16 της ένα puzzle 5000 κομματιών με τη δημιουργία του Αδάμ που είχε φτιάξει ολομόναχη. Ήταν όνειρο ζωής για εκείνη να επισκεφτεί μια ημέρα το Βατικανό προκειμένου να δει από κοντά το συγκεκριμένο έργο να δεσπόζει στη στην κορυφή του παρεκκλησιού.
Κοιτούσε επι μισή ώρα αποχαυνωμένη το ταβάνι .Ένα πάντρεμα έκστασης και απορίας.
«Ξέρεις τα δύο δάχτυλα δεν ενώνονται ποτέ», γύρισε και του ψιθύρισε.
«Ο άνθρωπος δε θα καταφέρει ποτέ να γίνει Θεός, μωρό μου. Όσο κ’ αν το προσπαθήσει.» πρόσθεσε ενώ προσπαθούσε με τα μικρά της μάτια να παρατηρήσει όσες περισσότερες λεπτομέρειες του έργου μπορούσε.
«Μα Ειρήνη μου, αν ο Θεός γνώριζε τις ηδονές που μπορεί να απολαύσει ο άνθρωπος θα επεδίωκε εκείνος να απαρνηθεί τη θεική του υπόσταση»,της απάντησε με έναν αιρετικό ερωτισμό.
Την τράβηξε κοντά του και της ψιθύρισε.
«Πάμε στο σπίτι. Θέλω να σε πάρω με το στόμα μου. Σου έχω και μία έκπληξη. Θα σου αρέσει.»
«Μα Λάμπρο μου, έχουμε να πάμε και στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου για να δούμε και την Αποκαθήλωση του Μιχαήλ Άγγελου και μετά να»
Τη διέκοψε φιλώντας της το λαιμό.
«Η Αποκαθήλωση μπορεί να περιμένει».
Μπήκαν στο σπίτι και ξεκίνησε να τη φιλά και να χαϊδεύει το κορμί της. Απο τα χείλη στο λαιμό της κ’ από κει στο στήθος της.
«Θέλω να σου δέσω τα μάτια ενώ θα σε γλείφω», της είπε και άρπαξε ένα κόκκινο μαντήλι.
Της άρεσαν οι εκπλήξεις στο σεξ. ‘Οπως επίσης και το να μην μπορεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση του ερωτικού της συντρόφου. Την έκανε να νιώθει ευάλωτη και δεν είχε τίποτα που να την ερεθίζει περισσότερο.Ξεκίνησε να τη φιλά και να τη χαϊδεύει, άλλοτε πιο τρυφερά άλλες φορές πιο έντονα. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του και τα δάχτυλα του και εκείνη επιδοκίμαζε την “προσπάθεια” του με τα μικρά ερωτικά βογκητά της.
«Πάρε με» του φώναξε.
«Όχι ακόμη. Θέλω να σε κάνω να νιώσεις περισσότερα».
«Βγάλε το μαντήλι σου» την παρότρυνε.
‘Έβγαλε το μαντήλι της και άνοιξε τα μάτια της όταν έκπληκτη είδε μπροστά της μια γυμνή κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά να πηγαίνει προς το μέρος της.
«Το δώρο μου για σένα, μωρό μου. Άγγιξε την»
Προσπάθησε να εκστομίσει κάτι μα ήταν σα να μην είχε πλέον λαλιά.Βρισκόταν στο κρεβάτι με το αγόρι της και μια ακόμη γυναίκα. Είχε την επιλογή να σηκωθεί επάνω, να τον βρίσει και να φύγει.
Δεν το έκανε όμως.
Η ξανθιά γυναίκα ήρθε κοντά της σε απόσταση αναπνοής και άγγιξε τα χείλη της με τα δικά της.
Άρχισαν να φιλιούνται. Η Ειρήνη ένιωθε μουδιασμένη κ’ όμως η όλη κατάσταση την ερέθιζε υπερβολικά.Άγγιζε την άγνωστη. Χάιδεψε τα μαλλιά της, δάγκωσε τον λαιμό και τις ρώγες της.Ήταν τόσο σκληρές και σκούρες σε αντίθεση με τις δικές της που ήταν ροζ και σχεδόν πάντα μαλακές.Τη γεύτηκε. Εκεί σε μια στάση που η μια έγλειφε την άλλη.
Ο Λάμπρος τις παρακολουθούσε στο ημίφως.
«Έλα κοντά. Πάρε με», τον ικέτευσε η Ειρήνη κ’ αυτός χωρίς δεύτερη κουβέντα μπήκε μέσα της.
Η ξανθιά γυναίκα τη φιλούσε ενώ ο Λάμπρος έμπαινε μέσα της όλο και πιο γρήγορα.
Τελείωσε μέσα σε 10 λεπτά και αποκοιμήθηκε.Την επόμενη ημέρα το πρωί και ενώ εκείνος κοιμόταν δίπλα της πήρε τα πράγματα της και έφυγε.
«Τελικά την είδες την Αποκαθήλωση, Ειρηνάκι μου», μονολόγησε στο δρόμο προς το αεροπλάνο.
Δεν του ξαναμίλησε. Ούτε βέβαια και για όσα συνέβησαν στη Ρώμη μίλησε. Δεν την ξαναεπισκέφτηκε ποτέ έκτοτε.
Έστριψε άλλο ένα τσιγάρο και τράβηξε δυο βαθιές τζούρες. Στην τρίτη θυμήθηκε τον Ιωάννη. Στην τέταρτη τον Ιάκωβο. Τον πρώτο έτρεχε να τον βρει στο Kent,τον δεύτερο στη Λυόν. Ο πρώτος ήταν παντρεμένος και της το έκρυβε, ο δεύτερο της το είχε αποκαλύψει 4 μήνες μετα τη γνωριμία τους.
Και οι δύο έμειναν με τις γυναίκες τους. Εκείνης της έμειναν οι επίσκεψεις στο μουσείο της Μαντάμ Τυσσώ και τα Ηλύσια Πεδία. Ανακατεμένες με λίγη κατάθλιψη.
Κάθε φορά έπαιρνε τη βαλίτσα της και επισκεπτόταν τους εραστές της. Τη γέμιζε με πολύχρωμα ρούχα, με φανταχτερά δαντελένια εσώρουχα και πήγαινε να επισκεφτεί τους άνδρες της ζωής της.
«Κ’ είναι πολύ συχνά, μποέμ αρτίστες, μουσικοί, αμήχανα παιδιά » σιγοτραγούδησε διασκευή Αλεξίου σε Patricia Kaas και μια μικρή μελαγχολία σκέπασε το πρόσωπο της.
Όχι δεν την ενοχλούσε που ταξίδευε. Είχε δει πολλούς τόπους μέσα από τα κόρτε της. Είχε δοκιμάσει λογιών λογιών κουζίνες, είχε δει αξιοθέατα που άλλοι δε θα έβλεπαν ποτέ στη ζωή τους.Μέχρι και καντάδες της είχαν κάνει στα πλακόστρωτα σοκάκια της Βαλέτας.
Την ενοχλούσε που δεν της είχε απομείνει κανείς. Την ενοχλούσαν οι λάθος επιλογές της.
Διένυε μίλια, άλλαζε τοπικές ώρες, υπέστη καθυστερήσεις σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, έκανε ηθικές εκπτώσεις και όλα αυτά για να καταλήγει να φτιάχνει ακόμη μια φορά τη βαλίτσα της.
«Και να ήταν κανένας εξωτικός προορισμός πάει στο καλό αλλά στο Βόλο,εκεί μόνο τσιπουράδικα έχει», σκέφτηκε χαιρέκακα.
Κοίταξε την πανάκριβη Louis Vuitton της που ήταν παραγεμισμένη με ρούχα. Έπειτα κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Μια όμορφη γυναίκα παραγεμισμένη με προσδοκίες.Είχε απομείνει μιάμιση ώρα μέχρι να φύγει το αεροπλάνο. Αν βιαζόταν λίγο θα το προλάβαινε. Άλλωστε πάντα με την ψυχή στο στόμα ταξίδευε.
«Κ’ αν αυτός είναι ο έρωτας της ζωής σου, Ειρήνη;» μονολόγησε εξακολουθώντας να κοιτιέται στον ξύλινο ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου της.
Πλησίασε τη βαλίτσα της. Την άνοιξε και άρχισε να βάζει ευλαβικά τα ρούχα ένα ένα πίσω στην ντουλάπα.Τακτοποίησε τα παπούτσια της και τοποθέτησε τα καλλυντικά της στο μπάνιο.
Η βαλίτσα της ήταν τώρα άδεια, χωρίς ψυχή.‘Έκατσε στον καναπέ της, άναψε άλλο ένα τσιγάρο.Έβαλε να παίζει Εlla Fitzgerald και The man I Love.Σηκώθηκε πήρε τη Vuitton και την έβαλε πίσω στην αποθηκούλα.
«Αυτή η βαλίτσα, δε θα πάει μακριά».
Μαριάννα, σε διαβάζω λίγο καιρό και μου αρέσει η γραφή σου μέχρι στιγμής. Πάντα προσπαθώ να καταλάβω το βαθύτερο νόημα των ιστοριών σου, είναι σαν πρόκληση! Εδώ δυσκολεύομαι λιγάκι να βρω το μυστικό που κρύβει.
Πέραν του ότι η Ειρήνη βρίσκεται σε ένα συνεχές ταξίδι (μέσα από τα μικρά και επιμέρους), αναζήτησης ‘κάτι’. Ενός έρωτα; Μιας περιπέτειας; Του νοήματος της νιότης; Του νοήματος της δικής της ζωής;
Όπως κι αν είναι, φαίνεται να μην τα παρατάει, επαναλαμβάνει ταξίδια ξανά και ξανά όπως έκανε η μητέρα της, ως αεροσυνοδός.
Προτιμώ να σκέφτομαι πως και η ίδια της η μητέρα γνώρισε τον πατέρα της σε κάποιο από τα ταξίδια της και τώρα η Ειρήνη, υπό την σκιά της απουσίας του, ψάχνει. Κάτι. Κάτι απ’ όλα τα παραπάνω ή κάτι που δεν σκεφτηκα ακόμη.
Ευχαριστούμε 🙂
Αρχικά σε ευχαριστώ που αφιερώνεις χρόνο να διαβάσεις τις ιστορίες μου.Το εκτιμώ 🙂
Νομίζω πως στην ηρωίδα μας αρέσει να κυνηγά χιμαιρες.
Εχει έντονη την ανάγκη να εμπλέκεται σε δύσκολες,προβληματικές σχεδόν καταστάσεις προκειμένου να αποδείξει πως στο τέλος τα καταφερε,κέρδισε την αγάπη του αλλού.Έτσι έμαθε να αυτοπροσδιορίζεται.Ίσως να οφείλεται οπως αναφέρεις και σε βιώματα της.
Στο τέλος της ιστορίας έχω την αίσθηση πως η Ειρήνη είναι θυμωμένη.Με τον εαυτό της και τις “μεγάλες” προσδοκίες
της.
Κάθε νέα ερωτική ιστορία είναι σαν ένα καινούριο ταξίδι. Ανυπομονείς να ξεκινήσεις με μια γλυκιά αγωνία για το τι θα δεις και τι εμπειρίες θα αποκομίσεις. Βαλίτσα σου αυτά που κουβαλάς μέσα σου, τα συναισθήματα, τα βιώματά σου, οι φόβοι σου.
Έχω την αίσθηση πως η Ειρήνη κάνοντας την αναδρομή της στα προηγούμενα “ταξίδια” της, ένιωσε αυτό το κενό-θυμό-απογοήτευση ίσως, για τα ταξίδια που της άφησαν μόνο καρτ ποστάλ και αναμνήσεις…και άδειασε. Τη βαλίτσα της.
(το ωραιότερο ταξίδι είναι μπροστά της, να της το πεις)
Είναι πολύ εύστοχη η περιγραφή σου Νατάσα.Καποιες φορές τα πολλα ταξίδια κουράζουν.Και δεν έχεις διάθεση να κανεις πια μισό βήμα παραπάνω.
Ας ελπίσουμε πως η Ειρήνη βίωσε απλά μια προσωρινή απογοήτευση.
Ελπίζω επίσης κάποια στιγμή να πάρεις την απόφαση και να γράψεις έναν βιβλίο. Βρίσκω την γραφή σου υπέροχη
κάποτε, κάποιος θα πάρει τη βαλίτσα του και θα πάει να συναντήσει αυτός την Ειρήνη. θα είναι ευτυχισμένη όμως σε μία κατάσταση χωρίς εμπόδια;
Εύστοχο το σχόλιο σου.
Η Ειρήνη είχε μάθει να διεκδικεί.Δυστυχως ανθρώπους που καταλάβαινε πως δεν ήταν κατάλληλοι.
Στο τέλος συνειδητοποιεί αυτήν την αδυναμία της και αυτο είναι ενθαρρυντικό.
Ας ελπίσουμε λοιπόν,πως ίσως οταν θα εμφανιστεί κάποιος που να αξίζει θα καταφέρει να τον εκτιμήσει και κυρίως να τον κρατήσει.